δεν αγαπώ πολύ τον καφέ.
Ένα νες καφέ στη δουλειά με μπόλικο γάλα για να μετριάζει την πικράδα του με συντροφεύει όλο το οκτάωρο και πάλι δεν τελειώνει όλος.
Το καλοκαίρι τον φτιάχνω με κρύο νερό και καταλήγω να τον πίνω ζεστό και τον χειμώνα η τελευταία γουλιά του ζεστού καφέ μου, καταναλώνεται παγωμένη εκεί κατά τις πεντέμισι με έξι η ώρα.
Στο σπίτι πάλι πίνω ένα ελληνικό καφεδάκι τα πρωινά του Σαββάτου και της Κυριακής κι αυτό όχι ολόκληρο.
Όταν ήμουν παιδί, η μαμά ετοίμαζε καφέ για τις φιλενάδες της στην κουζίνα του σπιτιού σε ένα μικρό καμινετάκι οινοπνεύματος.
Οι γειτόνισσες φίλες της, έρχονταν κατά τις έντεκα αφού έκαναν τις δουλειές τους και ετοίμαζαν το φαγητό και καθισμένες γύρω από μια μεγάλη γκαζιέρα πετρελαίου που έκανε χρήση συσκευής για το μαγείρεμα και θερμάστρας τις υπόλοιπες ώρες, έπιναν ένα ελληνικό καφέ την ώρα που συζητούσαν τα δικά τους.
Εγώ έστηνα αυτί από το διπλανό δωμάτιο και παρακολουθούσα τις περιπέτειες σογιών, οικογενειών και κουτσομπολιά και υποθέσεις τρίτων με όλες τις λεπτομέρειες που έκαναν τον γύρο στις κουβέντες τους.
Και μαζί άκουγα συνταγές, ιδέες για πλεκτές με το βελονάκι κουβέρτες και σχέδια που ζηλότυπα έκρυβαν η μία από την άλλη για να μην έχουν οι κόρες τους την ίδια στο νυφικό κρεβάτι τους.
Γιατί, τα εργόχειρα, συνόδευαν τις γειτόνισσες στην επίσκεψη τους
τυλιγμένα στοργικά μέσα σε πλαστικές σακούλες από τα ψώνια στου Δραγώνα, κάτι πράσινες σακούλες με κίτρινα γράμματα που περιείχαν γκομπλέν και πετσετάκια με τα απαραίτητα εργαλεία, ψαλιδάκια και κλωστές και δαχτυλήθρες και βελόνες κεντήματος και βελονάκια ψιλά no 6,5 ή μερικές φορές και 7 και κουβαράκια με κλωστές λεπτότατες λευκές ή μπεζ.
Τις έβλεπα μαζεμένες εκεί, η μαμά και η κυρά Βούλα –η κολλητή της φίλη- και η κυρά Αμαλία και η κυρά Βάσω και η κυρά Σταυρούλα, καθισμένες στις ψάθινες καρέκλες γύρω από την γκαζιέρα, να πίνουν καφεδάκι σε μικροσκοπικά λευκά φλιτζανάκια με λουλούδια και να τα λένε καθώς τα χέρια τους πέταγαν στα γκομπλέν σταμπωτά καδράκια και τις λεπτές στενές δαντελίτσες με βελονάκια για τις μαξιλαροθήκες κάποιας προίκας και στα μοτιφάκια που συμπλήρωναν σαν παζλ λευκές νυφιάτικες κουβέρτες από γυαλιστερή, άριστης ποιότητας, βαμβακερή κλωστή.
Τα κουτσομπολιά που συνόδευαν την παρέα, λιγότερο ή περισσότερο κακεντρεχή συμπλήρωναν την εικόνα και από την κουβέντα παρέλαυναν, ιστορίες για σόγια και οικογένειες και καλούς και κακούς συζύγους, για κακές συννυφάδες και κουνιάδες και πεθερές, και κάποια στιγμή η ατμόσφαιρα γινόταν βαριά, έπιναν μια μικρή γουλίτσα και συνέχιζαν σε μικρές σιωπές, με το κεφάλι σκυμμένο στα εργόχειρα τους.
Άλλες φορές πάλι που η κουβέντα έπαιρνε άλλη τροπή άκουγες φωνές και χαχανητά όταν η πιο θαρραλέα από αυτές έλεγε σκαμπρόζικα αστεία και σόκιν ανέκδοτα και γελούσαν όλες μαζί κοιτάζοντας κιόλας μήπως πήρε τίποτα το αυτί κανενός πιτσιρικιού από εμάς που παίζαμε στα άλλα δωμάτια ή στην αυλή.
Στο τέλος με μικρή ενοχή στα μάτια για την χρήση της απαγορευμένης
από την θρησκεία Σολομωνικής, αναποδογύριζαν το φλιτζάνι στο πιατάκι και μετά διάβαζαν στα καφετιά μονοπάτια στο εσωτερικό του, το Μέλλον.
Την Παρασκευή, το εξομολογιόνταν και στον παπα Γιώργη για να χουν και το κεφάλι στους ήσυχο.
Α! Πρέπει να διασκέδαζαν πολύ με τον πρωινό καφέ τους όλες αυτές οι γυναίκες…
Μετά που πέρασαν τα χρόνια και άρχισα να πίνω κι εγώ καφέ, λαθραία στην αρχή –η μαμά έλεγε ότι τα κορίτσια δεν πρέπει να πίνουν καφέ πριν τα 18 τους- σε καφετέριες, με τον ελληνικό καφέ να βιάζεται κυριολεκτικά, σε αυτόματα μηχανήματα, ψημένος στον ατμό της μηχανής του εσπρέσσο. Δεν μπορώ να πω ότι μου άρεσε. Δοκίμασα και τον φραπέ, ένα πικρό νεροζούμι μου φάνηκε, που σωζόταν μόνο με νια γερή δόση γάλα και μερικές κουταλιές ζάχαρη.
Όμως η παρέα ήθελε καφέ και εγώ ήθελα την παρέα, σιγά σιγά συνήθισα το σαπουνοαφρίζον κατασκεύασμα και με συνόδεψε στις νεανικές συντροφιές. Ιδιαίτερα όταν άρχισα να καπνίζω, το ποτήρι με το νες καφέ φραπέ, εκείνο με το μεταλλική βάση από κάτω που είχε και ένα χερούλι στο πλάι, μαζί με το πακέτο των τσιγάρων και τον αναπτήρα σχημάτιζαν μπροστά μου πάνω στο τραπέζι μια πρώτη γραμμή άμυνας απέναντι στους ανθρώπους που προσπαθούσα να καταλάβω τότε χωρίς πάντα να το καταφέρνω.
Αυτό κράτησε και μετά, που άρχισα να εργάζομαι, ένα καφεδάκι μικρό από το καφενείο, κρυμμένο κάτω από το γραφείο –έμπαιναν πελάτες τότε στην εταιρεία και το boss δεν ήθελε να φαίνονται καφέδες πάνω στις επιφάνειες των γραφείων-.
Αυτά τα λαθραία καφεδάκια φτιαγμένα από τον Αντώνη τον καφετζή του κτηρίου θες γιατί ήταν απαγορευμένα, θες γιατί ήταν συντροφιά τις ώρες που επιθυμούσα να είμαι έξω στον κόσμο και να τον κατακτώ –χωρίς ωστόσο να μπορώ να το κάνω- άρχισα να τα αγαπάω και να καταλήγω στο είδος του καφέ που μου άρεσε περισσότερο. Ελληνικός ελαφρύς και πολύ γλυκός.
Μετά παντρεύτηκα και ο καλός μου έφερε στο σπίτι τις δικές του συνήθειες. Μ΄ όλο που ο ίδιος δεν κάπνισε ποτέ στην ζωή του, αγαπάει τον Ελληνικό καφέ. Με ενάμισι κουταλάκι καφέ και δυόμισι ζάχαρη σε μικρό φλιτζανάκι, ουσιαστικά βγαίνουν έξι - εφτά γουλιές από το θεϊκό εκχύλισμα. Όταν το δοκίμασα για πρώτη φορά, μια ηδυπαθής έκρηξη γλύκας, νοστιμιάς και καφεΐνης έσκασε στο στόμα μου και έγινα ορκισμένη φαν του είδους.
Ο Νικόλας δεν αφήνει κανέναν άλλο να του φτιάξει αυτό το καφεδάκι.
Τον ετοιμάζει προσεχτικά με το συγκεκριμένο κουταλάκι και το συγκεκριμένο φλιτζάνι για να γίνουν οι αναλογίες όπως πρέπει. Και τον πίνει δύο φορές την ημέρα.
Μια με δύο φορές την εβδομάδα υποκύπτω και εγώ στον πειρασμό αυτού του καφέ και μου φτιάχνει ο ίδιος ένα φλιτζανάκι, που η ζάχαρη που περιέχει αντιστοιχεί σε μία πλάκα σοκολάτας.
Επίσης αφαιρεί προσεχτικά το καϊμάκι που δεν μου αρέσει, από πάνω.
Συνήθως πίνω δύο τρεις γουλιές και αφήνω τις ενοχές να με αποτρέψουν να πιω τον υπόλοιπο.
Η, το καλύτερο, πίνω από τον δικό του καμιά γουλιά για την γεύση χωρίς τις ενοχές.
Όπως είπα τα φλιτζανάκια για αυτόν τον καφέ είναι συγκεκριμένα. Από τότε που παντρεύτηκα έχουμε αγοράσει πάρα πολλές εξάδες από όμοια σε σχήμα φλιτζανάκια. Ο καλός μου δεν έχει πρόβλημα με το χρώμα ή την διακόσμηση αρκεί να έχουν το συγκεκριμένο σχήμα που προτιμάει.
Πολλές φορές μένει ένα μόνο από ένα σετ και δύο από άλλο, ακόμα περισσότερες φορές τα χεράκια σπάνε στο πλυντήριο πιάτων, αλλά εκείνος δεν τα αλλάζει με τίποτα.
Σε δύο τέτοια παράταιρα φλιτζανάκια πίνουμε καφέ αυτόν το καιρό.
Χωρίς χερούλι, τα πιάνουμε καυτά από το χείλος και τα μεταφέρουμε στο καθιστικό, ψάχνοντας να βρούμε θέση ανάμεσα σε εφημερίδες και περιοδικά για να τα ακουμπήσουμε, κάθε Σάββατο και Κυριακή που πίνουμε μαζί καφέ.
Πόσο σοφά έχουν γίνει αυτά τα φλιτζανάκια!
Πόσα πράγματα δεν έχουμε συζητήσει μπροστά τους για πολιτικά και κοινωνικά θέματα και για την παιδεία και για το περιβάλλον και για την θρησκεία και για τις γκρίνιες με τα σόγια και... και το τι θα φάμε σήμερα και για τον αν πρέπει να ασπρίσουμε τον κήπο και για εκείνη την τηλεόραση LCD που ζαχαρώνει εδώ και καιρό και για τις γάτες και για τις δουλειές και για όλα.
Από όλα τα φλιτζανάκια και τις κούπες που είχα στο σπίτι μου όλα αυτά τα χρόνια αυτά είναι τα αγαπημένα μου, ή μάλλον όχι μόνο αυτά.
Αλλά και όλα που υπήρξαν και έσπασαν και πετάχτηκαν.
Και όλα που θα αγοράσω και θα χρησιμοποιώ στο μέλλον και που θα γίνονται κι αυτά σοφότερα από Σαββατοκύριακο σε Σαββατοκύριακο.
Είπα να γράψω κι εγώ για τις αγαπημένες μου κούπες αλλά δεν μου βγήκε.
Δεν αγαπώ τις κούπες, ούτε τον καφέ.
Περισσότερο αγαπώ την διαδικασία να πίνεις καφέ και αυτή την συντροφικότητα που δημιουργείται πάνω από δυο φλιτζανάκια / κούπες / ποτήρια.
Η και πάνω από ένα καμιά φορά, παρέα με τον εαυτό σου, όταν θέλεις να βγεις να κατακτήσεις τον κόσμο και ξέρεις ότι δεν μπορείς...
Ετικέτες life, tastes of life
Καλημέρα σου!Ναί τις θυμάμαι τις παλιές φιλενάδες που ερχόντουσαν στο δικό μου σπίτι, αφού βγήκα στη σύνταξη, για να πιούμε καφέ αλλά κυρίως για τη παρέα.
Με χαρά είδα ότι και στην οικόγειά σου γύριζαν το φλυτζάνι για να δούν το μέλλον. Μερικές λέγανε το μέλλον, άλλες πάλι απλά το γύριζαν σαν συνήθεια.
Ομορφες παιδικές στιγμές περιγράφεις που με γεμίζουν χαμόγελο.
Να είσαι καλά.