Στο σκοτεινό Πήλιο, το αυτοκίνητο, στο δρόμο για την Πάλτση έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα πάνω στις στροφές του στενού δρόμου.
Η Μάρω, το κοίταξε από το ύψος των δέκα μέτρων της λυγερής κορμοστασιάς της.
“Μα τι έχουν πάθει αυτά τα μικρά μαλακά κινούμενα πλάσματα με τις βρωμερές μηχανές τους; Ετσι που πάει θα καταλήξει πάνω μου και θα το φάει το κεφάλι του!”
Η Μαίρη και το Μαράκι στα δεξιά της κούνησαν την κόμη τους συμφωνώντας με την μεγαλύτερη αδελφή τους.
Η Μάρω η Μαίρη και το Μαράκι καθόλου δεν έχουν ανάγκη τα ονόματα που τους έδωσα βέβαια.
Γιατί δεν είναι άνθρωποι.
Είναι και οι τρεις τους μεγάλες, σχετικά νεαρές κουκουναριές του είδους Pinus Pinea, που είναι φυτρωμένες στο Πήλιο, στο δρόμο για την Πάλτση.
Οι τρεις αδελφές στέκουν μοναχικά πάνω στη στροφή του δρόμου.
Αλλες κουκουναριές δεν υπάρχουν τριγύρω.
Ούτε βέβαια έχουν φωνή να μιλήσουν.
Αν θέλει να πει κάτι η μια στην άλλη επικοινωνούν υπόγεια εκεί που οι ρίζες τους μπερδεύονται, από μερικά εκατοστά κάτω από το έδαφος μέχρι το μεγαλύτερο βάθος που έχουν χωθεί για να βρίσκουν νερό και ουσίες.
Οι τρεις αδελφές είναι ευχαριστημένες με το σπίτι τους.
Η θέα είναι καταπληκτική, ο αέρας περνάει ανεμπόδιστος ανάμεσα τους, ο ήλιος τις λούζει χωρίς να υπάρχει ανταγωνισμός όπως στα δάση και οι βροχές τις ποτίζουν με ευκολία.
Τις φωτιές δεν τις φοβούνται, ψήλωσαν αρκετά πια και μια φωτιά στους χαμηλούς θάμνους από κάτω δεν τις τρομάζει. Πολύ περισσότερο, που εκεί που βρίσκονται στην άκρη του δρόμου πάνω στην στροφή, ποιος να ενδιαφερθεί να τις πειράξει.
Απολαμβάνουν η μία την συντροφιά της άλλης και παρατηρούν τα μαλακά κινούμενα πλάσματα, όταν βαριούνται να κάνουν ότι κάνουν συνήθως τα δέντρα.
Και έτσι που στέκουν δίπλα στο δρόμο γίνονται μάρτυρες της κουταμάρας αυτών των μαλακών κινούμενων πλασμάτων με τις βρωμερές μηχανές τους.
Καμιά φορά σταματάνε κάτω από τον ίσκιο που δημιουργεί η πλούσια κόμη τους και τότε οι τρεις αδελφές τους ακούνε να μιλάνε την ακατανόητη γλώσσα τους και φεύγοντας να αφήνουν σκουπίδια που συσσωρεύονται στη βάση του κορμιού τους.
Αλλά αυτό που δεν καταλαβαίνουν οι τρεις αδελφές είναι όταν τους βλέπουν να τις προσπερνούν με απίστευτη ταχύτητα πάνω στη στροφή του δρόμου, μεγαλύτερη και από την ταχύτητα που πετάει μια κίσσα για παράδειγμα ή ένα σπουργίτι ή ακόμα και ένα πετροχελίδονο, - έχουν πολλά από δαύτα στη γειτονιά τους, φιλαράκια είναι, κάθονται στα κλαδιά τους πολλές φορές και φλυαρούν στις εξ ίσου ακατανόητες γλώσσες τους.
Η Μάρω λοιπόν η μεγαλύτερη κοιτούσε από μακρυά την μηχανή που ερχόταν προς την στροφή.
Συνήθως αυτές οι μηχανές κινούνται με μικρότερη ταχύτητα σαν περνούν από την στροφή αλλά τούτη δω ερχόταν σαν τρελή, με τα φώτα της να διακρίνονται από μακρυά αναμμένα σαν τα μάτια της μικρής αλεπούς που αντιφεγγίζουν στο σκοτάδι.
Κάνοντας μικρούς ακανόνιστους ελιγμούς, ασυνήθιστους και περίεργους η μηχανή την πλησίαζε τρέχοντας κατά πάνω της λες και την είχε βάλει στόχο.
Ηταν από αυτές τις φορές που θα ήθελε να είχε φωνή να φωνάξει «πρόσεχε! Σταμάτα! Έχει στροφή εδώ. Που πας, θα πέσεις πάνω μου.
Μέσα στην νύχτα ο βρυχηθμός της ακουγόταν τρομαχτικός, πλησίαζε όλο και πιο πολύ. Η Μάρω σκέφτηκε τις τρεις κουκουνάρες της που ήταν έτοιμες να σκάσουν και να πετάξουν τους ξύλινους καρπούς τους αύριο με την ζέστη του μεσημεριού.
Πάνω στον πανικό τις τίναξε με μιας εκείνη τη στιγμή, μια βροχή από μικροσκοπικά μαύρα σπόρια πέσαν στα πόδια της.
Η μηχανή με το μαλακό πλάσμα πλησίασε ακόμα πιο πολύ, η μυρωδιά της σκορπίστηκε στην ατμόσφαιρα, έκανε πάλι μερικούς παράξενους ελιγμούς και την τελευταία στιγμή βγήκε από τον δρόμο και έπεσε με φόρα πάνω στο κορμί... της Μαίρης δίπλα της!
Θόρυβος μεγάλος, τράνταγμα μεγαλύτερο, το χώμα σκάφτηκε στα πόδια τους, οι δυο πόρτες της φοβερής μηχανής άνοιξαν διάπλατα, το μαλακό κινούμενο πλάσμα τινάχτηκε από μέσα και έπεσε στο πλάι δίπλα στο Μαράκι, έμεινε ακίνητο μια στιγμή και μετά σάλεψε αργά βγάζοντας ήχους ακατανόητους. Σιγά σιγά σηκώθηκε και άρχισε να φωνάζει. Η μηχανή ακουμπισμένη ακόμα στα πόδια της Μαίρης άχνιζε, ακίνητη σαν πεθαμένο αγρίμι. Η ίδια η Μαίρη, πιο σοκαρισμένη από όλους, σειόταν ακόμα από την σύγκρουση. Το κορμί της σίγουρα θα πόναγε, κομμάτια από τον φλοιό της είχαν γδαρθεί και από τις πληγές είχε αρχίσει ήδη να τρέχει ο μυρωδάτος χυμός της.
Αλλά ούτε η Μάρω ούτε το Μαράκι μπορούσαν να την βοηθήσουν με κανένα τρόπο.
Αλλη μηχανή πλησίασε από μακριά και άλλα μαλακά κινούμενα πλάσματα βγήκαν από μέσα και μάζεψαν το πρώτο προσεχτικά.
Ισως το να μπορεί κανείς να κινείται να μην είναι τελικά και τόσο κακό πράγμα.
Ισως να μπορούσε να βοηθήσει την Μαίρη, να την στηρίξει τώρα που υπέφερε- αλλά τι ξέρει αυτή, ακίνητη στο χώμα έζησε όλη την ζωή της και έτσι θα ζήσει και τη υπόλοιπη. Να, πριν λίγο καιρό τι μπορούσαν να κάνουν που έβλεπαν απέναντι στην πλαγιά άλλες μακρινές συγγένισσες να καίγονται η μία μετά την άλλη και τίποτα να μην μπορεί να κάνει καμιά τους.-
Ωστόσο, πέρασε η νύχτα και ήλθε το πρωί, πήραν και την μηχανή από τα πόδια της Μαίρης, που σιγά σιγά συνερχόταν από το κακό.
Πέρασαν κι άλλες μέρες και νύχτες, πολλές κίσσες και σπουργίτια και πετροχελίδονα ήρθαν και τους επισκέφτηκαν και η μικρή αλεπού πέρασε να δει τι συνέβη, όλοι είπαν ένα λόγο στην γλώσσα τους, καλό, κακό ποιος ξέρει, ένα ειρωνικό βλέμμα στο μάτι της αλεπούς το παρατήρησε, οι πληγές της Μαίρης επουλώθηκαν, τα σπόρια τους γέμισαν πάλι το σκαμμένο από την τρελή μηχανή χώμα.
Το πράγμα ξεχάστηκε σχετικά εύκολα όπως εύκολα ξεχνούν τα δέντρα, μόνο καμιά φορά το σκέφτονταν έτσι περαστικά όταν βαριόνταν να κάνουν ότι κάνουν συνήθως τα δέντρα.
Ωσπου ξαφνικά μια μέρα, μια άλλη μηχανή πλησίασε στην άκρη του δρόμου και το μαλακό κινούμενο πλάσμα που είχε πέσει πάνω στη Μαίρη, πλησίασε και άρχισε να φτιάχνει ένα αντικείμενο περίεργο εκεί ακριβώς μπροστά στα πόδια της. Αλλο τέτοιο δεν είχαν δει οι τρεις αδελφές στην γειτονιά τους.
Το πλάσμα δούλεψε πάνω του ώρα πολλή, πέρασε το μεσημέρι και μέχρι το απόγευμα ακόμα το πάλευε. Οταν το τελείωσε, κάθισε και το κοίταξε έκανε παράξενες κινήσεις με τα χέρια του και μετά έβαλε μέσα του μια φωτίτσα μικρή και άναψε κάτι που έβγαλε καπνό και μυρωδιά ωραία και το πλάσμα κούναγε τα χέρια του και μίλαγε στην ακατανόητη γλώσσα του, κοιτώντας τον ουρανό.
Με τον καιρό συνήθισαν το παράξενο αντικείμενο στα πόδια της Μαίρης, και συχνά κι άλλα μικρά μαλακά κινούμενα πλάσματα έρχονταν και το κοιτούσαν και άναβαν ξανά την μικρή φωτίτσα και για λίγο έβγαινε και ο μικρός μυρωδάτος καπνός από μέσα του.
Και ύστερα η Μάρω σκεφτόταν ότι – παράξενο πράγμα- πολλές φορές τα μικρά μαλακά πλάσματα που πλησίαζαν με τις θορυβώδεις μηχανές τους, διέκριναν από μακριά το παράξενο άσπρο αντικείμενο στα πόδια της Μαίρης και χαμήλωναν λίγο την ταχύτητα τους και περνούσαν την στροφή για την Πάλτση λίγο πιο αργά, λίγο πιο προσεχτικά ίσως...
Αλλά πάλι μπορεί να ήταν και η ιδέα της.
Οι μεγάλες αλλά σχετικά νεαρές Pinus Pineae δεν κάθονται να πολυασχοληθούν με τις υποθέσεις των άλλων.
Συνήθως στέκονται εκεί και σείονται στον αέρα και μαζεύουν ήλιο και ρουφούν νερό και τινάζουν τους μαύρους ξύλινους σπόρους τους και ακούνε τις παράξενες γλώσσες των πλασμάτων και των πουλιών και της αλεπούς.
Και αρκούνται τέλος πάντων στο να κάνουν, ότι κάνουν τα μεγάλα δέντρα όταν δεν βαριούνται...
------------------------------
Αλλη μια συνεργασία με τον h.constantinos.
Οι φωτό δικές του.
Εντυπωσιακές, αλλά στο μπλόγκ του θα δείτε και πολλές άλλες εξαιρετικές.
Φωτογράφισε τις τρεις μοναχικές κουκουναριές πάνω σε μια στροφή στον δρόμο για την Πάλτση του Πηλίου.
Το εκκλησάκι είναι πραγματικό, ευλαβική προσφορά κάποιου που σώθηκε από ατύχημα.
Δεν γνωρίζω βέβαια τις αληθινές συνθήκες.
Η Μαίρη, η Μάρω και το Μαράκι σίγουρα θα ξέρουν, αλλά αρνήθηκαν πεισματικά να μας το πουν.
Απλά προτιμούν να αγνοούν τα μαλακά κινούμενα πλάσματα και να ασχολούνται με ότι ασχολούνται τα μεγάλα δέντρα όταν δεν βαριούνται...
Ετικέτες the cat and the windscreen
Καλή σας βδομάδα