Δευτέρα, Ιουνίου 30, 2008
Τα κουνούπια της καλοκαιρινής νύχτας και ο κος Freud
1300 λέξεις. Χωρίς σχόλια αυτή τη φορά. Όποιος αντέξει…
Διαφορετικά, διαβάστε περίληψη στο τέλος.

- Λοιπόν κα. Βούλγαρη, πως πάμε;
Με ρωτά με την μελωδική φωνή της. Διεκπαιρεωτικά!
Την βλέπω εκεί στο γραφείο της με τα δύο κινητά της να χτυπάνε συνέχεια, να με κοιτάει με το ήρεμο βλέμμα της. Και πως πρέπει να είναι το βλέμμα μιας γιατρίνας που θεραπεύει τις ψυχές; Έτσι ήρεμο και χαλαρό -με βαρεμένους ανθρώπους έρχεται σε επαφή, μην την αρπάξει κανένας τρελός και έχουμε άλλα!-
Θέλω να της απαντήσω ότι δεν είμαι καλά, ότι η θεραπεία που θα με έφερνε στα ίσια μου σε έξι μήνες, ενώ βάδιζε ωραία και καλά σε μια φαρδιά άνετη λεωφόρο, ξαφνικά αποφάσισε να κάνει παράκαμψη από τις ειδικές διαδρομές του Ράλι Ακρόπολις στην Πάρνηθα.
Αλλά, όταν είμαι μπροστά σε ανθρώπους ανέκφραστους όπως αυτή, κάτι παθαίνω, μου λείπει μια άκρη επικοινωνίας για να πιαστώ και να τα βγάλω όλα έξω.
- Καλά... καλά, ψελλίζω με την φωνή μου την αρρωστιάρα και σιγανή, είναι μια ειδική φωνή αυτή, λιγάκι τραγουδιστή που στέλνει σήματα «Βοήθεια, βοήθεια»
Αλλά η γιατρίνα μου δεν καταλαβαίνει από αυτά, πάω αναγκαστικά σ' αυτή γιατί ως γιατρός του ΙΚΑ μου συνταγογραφεί τα –πανάκριβα- φάρμακα μου.
- Α! ωραία! Είστε καλά! λέει με ικανοποιημένο ύφος. Τώρα το καλοκαίρι τα άτομα στην κατάσταση σας, καλυτερεύουν πάντα.
Γμ/το! Η ειδική μου φωνή δεν έπιασε αυτή την φορά.
Τι να της εξηγήσω τώρα; Ότι περπατάω στην κόψη ενός ξυραφιού και πανικοβάλλομαι στην ιδέα ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να κόψω τα φάρμακα;
- Κοιμάστε καλά το βράδυ;
- Μα… ναι.. τρεις ακόμα και τέσσερις ώρες, της απαντάω πρόθυμα.
- Και το Σαββατοκύριακο, συμπληρώνω στο σύνολο τρεις τέσσερις ακόμα. Η ειδική φωνή πιάνει δουλειά αλλά εκείνη δεν…
Σηκώνει τα μάτια της και με κοιτάει. Μέχρι τότε, ήταν σκυμμένη πάνω στους φακέλους της.
- Χμ… πρέπει να κοιμάστε κα. Βούλγαρη. Τόσος ύπνος δεν φτάνει.
Θέλω να της πω ότι όταν πέφτω για ύπνο στις 12, κλείνω το φως και κοιτάω το ταβάνι για δύο τρεις ώρες, στην αρχή δεν βλέπω τίποτα αλλά σιγά σιγά τα μάτια συνηθίζουν, διακρίνουν τα φωτάκια stand by των συσκευών, μαζεύουν φως απ'έξω και μετά ανοίγουν τα κουτιά με τις αναμνήσεις, τα γεγονότα ξετυλίγονται ανακατεμένα. Κάποια φευγαλέα, κάποια άλλα επιμένουν και οι λεπτομέρειες τους, οι ήχοι που τα συνόδευαν για παράδειγμα, περνάνε μπροστά μου δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο.
Σαν αόρατα κουνούπια, βουίζουν στα αυτιά μου μέσα στο σκοτάδι.
Σε αγαπάω, είσαι το άλτερ έγκο μου… ποιος… γιατί… πότε το άκουσα αυτό… ήχος της τηλεόρασης που παίζει μόνη της δίπλα
Η κόρη μου… μα ποιας η κόρη… και τι έκανε επιτέλους αυτή η κόρη; Η πόρτα της κουζίνας χτυπάει από τον αέρα
Σε εκτιμώ πολύ αλλά … Αχ! Καλό είναι αυτό… αλλά δεν γνωρίζω την φωνή...
Να βρεθούμε για … που να βρεθούμε πότε… γιατί… τι θέλω να πω… , ήχος ενός ξερού φύλλου της κληματαριάς που σέρνεται στην αυλή

Είχα δουλειές και δεν σε πήρα τηλέφωνο, α! ναι, να θυμηθώ να ρωτήσω πως πήγε το παιδί.

Αρχιτεκτονική στην Πάτρα ... γιατί δεν μου το είπες, τα ξένα παιδιά περιμένω για μα μπω στο τριπ αυτές τις μέρες... μα πότε έδινε πανελλήνιες; ... α ναι τρία χρόνια πριν… δοσ’ της τα φιλιά μου, όλες μου οι ευχές μαζί της… ήχος του φαξ διαπεραστικός
Πάρε με τηλέφωνο … πως?... δεν μένεις στο ίδιο σπίτι… πάρε με εσύ καλύτερα. Καλά.. πότε…;
Δεν ξέρω, όταν έχω καιρό… καλά... ηχος της Νερίνας t.c. που πηδάει με δύναμη από τη διπλανή ταράτσα στην σκάλα
Μην στεναχωριέσαι … μα πότε στεναχωρήθηκα, για ποιο λόγο… α ναι στεναχωρήθηκα όταν χάθηκες απότομα… ήχος του αέρα που φυσάει δυνατός
Το ξεχνάμε και αρχίζουμε από την αρχή … Το ξεχνάμε; ΤΟ ΞΕΧΝΑΜΕ;… μα ποιο ξεχνάμε… και ΠΩΣ το ξεχνάμε…

Κλαις… όχι, όχι γλυκιά μου αγάπη… , γελάω!


Περνάω το χέρι μου πάνω από το μέτωπο μου βίαια, λες και θέλω να τα απομακρύνω τα κουνούπια μ' αυτό τον τρόπο, "τι έχεις;","τίποτα, ένα κουνούπι ήτανε, κοιμίσου"... Και τα κουνούπια συνεχίζουν να περνούν για δύο ή και περισσότερες ώρες και δεν φεύγουν, είναι εκεί και μου ζαλίζουν τα αυτιά με τον θόρυβο τους, τον θόρυβο που έκαναν τα πράγματα όταν συνέβη κάθε γεγονός.
Αυτά θέλω να της πω της γιατρίνας, αλλά η ειδική φωνή λέει μόνο
- Το ξέρω αλλά τι μπορώ να κάνω;
Χωρίς να με κοιτάει γράφει πάνω στο βιβλιάριο ένα ακόμα σκεύασμα.
- Ένα την ημέρα. θα σας βοηθήσει να κοιμάστε καλύτερα, δεν είναι υπνωτικά, μην φοβάστε!

Το απόγευμα αγοράζω τα καταπληκτικά αντικουνουπικά χάπια. Το βράδυ ξεχνάω να τα πάρω, μαζί και όλη την χούφτα των υπόλοιπων φαρμάκων που καταναλώνω καθημερινά. Το πρωί αποφασίζω να πάρω ένα για να μην χαθεί η μέρα.
Το λεωφορείο για να φτάσει από το σπίτι στην δουλειά χρειάζεται περίπου μία ώρα κάθε πρωί.
Κάθομαι στο κάθισμα και αισθάνομαι το κεφάλι μου λίγο βαρύ.
Στα πρώτα δέκα λεπτά πετάγομαι και ανακαλύπτω ότι έχω κοιμηθεί ακουμπισμένη στο τζάμι του παραθύρου.
Δέκα λεπτά αργότερα, πετάγομαι ξανά. Ούτε που το κατάλαβα πως με πήρε ο ύπνος πάλι. Μόνο που δεν είναι αληθινός ύπνος. Ένας λήθαργος είναι με το μυαλό μου σε εγρήγορση και το κορμί μου αδρανές. Τα κουνούπια επί ποδός.
Τρία τέταρτα αργότερα πετάγομαι πάλι και αυτή την φορά ανακαλύπτω ότι το λεωφορείο έχει φτάσει τρεις στάσεις μετά την δική μου.

Τσαλαπατάω την διπλανή κυρία για να πάω στην πόρτα. Το λεωφορείο κουνιέται σαν τρελό και μόλις κατεβαίνω το ίδιο κάνει και το οδόστρωμα και το πεζοδρόμια. Σκέφτομαι ότι ίσως να κάνει σεισμό αλλά εκεί γύρω βλέπω θολά κάποιες φιγούρες να περπατούν αμέριμνες.
Σέρνομαι μέχρι το παγκάκι και κάθομαι.
Πέντε λεπτά αργότερα ξυπνάω. Έχω κοιμηθεί καθιστή πάνω στο παγκάκι.
Σηκώνομαι σε αργή κίνηση. Γαμημένα κουνούπια!
Το μυαλό μου σε πλήρη εγρήγορση, το κορμί μου κάνει οχτάρια.
Λέω στα πόδια μου: Ελάτε καλά μου, το ένα μπροστά από το άλλο, ίσια τώρα. Εκείνα συμφωνούν και μετά πάνε προς τα πλάγια. Αριστερά... ξαναγυρίζουμε. Δεξιά ... πάλι στο κέντρο. Κάθε έξι βήματα και ένα οχτάρι.
Ρίχνω λίγο νερό στο πρόσωπό μου.
Το χέρι μου πήγε στο πλάι και βράχηκε η μπλούζα μου. Το καπάκι από το μπουκαλάκι έπεσε κάτω, δεν ξέρω που πήγε. Κι άλλο κουνούπι σφυρίζει στο αυτί μου.
Φοβάμαι ότι θα σωριαστώ εκεί μπροστά στην μάντρα με τα οικοδομικά υλικά, είναι έρημα, αν πέσω θα κοιμηθώ πάνω στο πεζοδρόμιο και κανείς δεν θα με πάρει είδηση.
Κρατιέμαι και προχωρώ με αυτό τον ρυθμό για μισή ώρα.
Περνάω από το περίπτερο να πάρω καπνό για τα τσιγάρα μου.


- Ένα Μαολμποο καα_νο, λέω στον Φώτη.
- Τι?
- Μαολμποο καα_νο Του ξαναλέω. Μα τι έπαθε η γλώσσα μου? Νομίζω ότι είναι ξένο σώμα μέσα στο στόμα μου και δεν μπορώ να μιλήσω καθαρά.

Στο γραφείο, με περιμένει ένας συνάδελφος και μου πασάρει στο χέρι ένα πούρο περίπου δώδεκα πόντους μακρύ, καλοτυλιγμένο σε ένα σελοφάν, κάποια γιορτή ίσως, που να ξέρω.
- Τι ει_αι α_το; ρωτάω
Μπήγουν όλοι τα γέλια.
- Μεθυσμένη ήρθες πρωί πρωί? Γελάει το boss.
Τα κουνούπια γελάνε κι αυτά με κοροϊδευτικό ύφος:
- Τι είναι αυτά μωρή Ρου; Τρελάθηκες;
Μα τι έχουν πάθει όλοι και γελάνε μαζί μου τώρα τελευταία;
Κάθομαι στο γραφείο και ο κόσμος γυρίζει.
Χτυπάει το τηλέφωνο δίπλα στο αυτί μου και το ακούω να έρχεται από πολύ μακριά.
Α! όχι! Όχι πάλι το τηλέφωνο, μουρμουρίζουν τα κουνούπια.
Ο καημένος ο Βαγγέλης ο συνάδελφος –να ναι καλά το πιτσιρίκι- με ρωτάει αν θέλω να μου φτιάξει καφέ.
Γεμίζω το στομάχι μου με δύο διπλές δόσεις καφεΐνης από δύο στούκας στιγμιαίους καφέδες.
Υπολογίζω την ώρα.

Μέχρι τις 1-2 το μεσημέρι πρέπει να έχει περάσει η επίδραση του φάρμακου.
Επιτέλους το κορμί μου θα ανταποκριθεί και θα μπορέσω να περάσω το χέρι από το μέτωπο και θα διώξω τα κουνούπια.
Στις 2 πραγματικά έχω επιστρέψει. Το μυαλό μου συνδέεται ξανά με το κεφάλι μου. Ευτυχώς γιατί τα κουνούπια κόντευαν να με τρελάνουν.
Το τριπ πέρασε και τώρα βιώνω τα μεθεόρτια.
Σηκώνομαι από το κάθισμα και πάλι κάνω οχτάρια.
Χμ… ελπίζω να τα καταφέρω να φύγω το απόγευμα. Περιμένω
Στις 6 τα πράγματα ήτανε τα ίδια.
Στις 7 κάπως καλύτερα.
Στις 8 έφυγα από το γραφείο. Χμ... πρόοδος. Λιγότερα οχτάρια…

Το ίδιο βράδυ ακούω νυχτερινούς ήχους. Η Νερίνα t.c. πάλι θέλει να βγει από το γραφείο που κοιμάται και γρατσουνάει την πόρτα με επιμονή.
Ακούω το ροχαλητό του γείτονα που έρχεται από την διπλανή βεράντα.
Μυρίζω τον αέρα που μπαίνει απ’ έξω, μια μυρωδιά αστικής γειτονιάς, οικεία αλλά όχι απόλυτα ευχάριστη.

Για παρηγοριά, ένα μικρό όνειρο παρεισφρέει, ένας ύπνος του ενός λεπτού, ίσα ίσα για να το δω, είμαι ξυπόλυτη μέσα σε τεράστιο πολυκατάστημα, μα που πήγαν τα παπούτσια μου, ντρέπομαι, ο κος Freud μου λέει στο αυτί ότι αυτό σημαίνει ότι θέλω να βγάλω πράγματα από μέσα μου και όσο δεν το κάνω θα περπατώ ξυπόλυτη.
Μα για να βγάλω πράγματα από μέσα μου χρειάζομαι αποδέκτες.
Και οι αποδέκτες είναι απόντες…






ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Εγώ και τα αντικουνουπικά χάπια μου.
Σχέσεις αγάπης και μίσους.
Η γιατρίνα μου. Ήχοι.
Α! έτσι είναι όταν μεθάς?
Τα παπούτσια και ο κος Freud.
Τέλος.

Ετικέτες , , ,

 
posted by ralou at 2:38 μ.μ. | Permalink |
usefull  View My Public Stats on MyBlogLog.com