Ήθελε να κλάψει.
Αλλά δεν μπορούσε.
Θυμόταν τα παιδικά της χρόνια που τα δάκρυα μούσκευαν τα μάτια της για ψύλλου πήδημα.
"Άντε! Πάλι τα κροκοδείλια άρχισες" φώναζε η μαμά και εκείνη νόμιζε ότι τα "κροκοδείλια" ήταν κάτι τεράστιες φούσκες σαν αυτές που έφτιαχνε με σαπουνόνερο ενώνοντας τον δείκτη με τον αντίχειρα και φυσώντας ελαφρά.
Με λίγη τύχη και μπόλικο σαπούνι, το σαπουνόνερο καμπύλωνε και φούσκωνε και μια φούσκα που ιρίδιζε στον ήλιο ανέβαινε απαλά μέχρι να ακουμπήσει σε ένα φύλλο ή στην άκρη της βρύσης ή στο τοιχάκι του κήπου και να εξαφανιστεί με μια άηχη έκρηξη.
Ε! αυτό νόμιζε ότι ήταν και τα «κροκοδείλια», τέτοιες φούσκες που έσκαζαν μέσα στα μάτια της και τα γέμιζαν με ζεστό αλμυρό νερό που κατρακυλούσε στα ροζ μαγουλάκια της.
Κι αν έμαθε τελικά ότι "κροκοδείλια" δάκρυα σημαίνει ψεύτικα δάκρυα, ωστόσο στο μυαλό της τα σκεφτόταν πάντα έτσι. Αχ μαμά! Πόσο λάθος έκανες τότε που τα θεωρούσες ψεύτικα εκείνα τα δάκρυα. Πόσο μακρυά βρισκόσουν από όσα συνέβαιναν σε εκείνο το παιδικό κεφάλι…!
Αυτή η ιστορία με τα εύκολα κλάματα, συνεχίστηκε όλα τα χρόνια, μέχρι που μεγάλωσε αρκετά και κατάλαβε ότι ήταν πολύ ενοχλητικό, κάθε χαρά, κάθε λύπη, κάθε δυνατή συγκίνηση να την κάνει να ξαμολάει τα δάκρυα πάνω σε καλομακιγιαρισμένα μάτια και πρόσωπο, με την μάσκαρα να κάνει μαύρα ρυάκια πάνω στο cinnamon pink ρουζ της. Και επειδή δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για τα δάκρυα έκοψε οριστικά το μακιγιάζ και άφησε αυτά τα προδοτικά κλαψιάρικα μάτια χωρίς χρώματα και φτιασίδια.
Ωστόσο έπρεπε να παραδεχτεί ότι όλη αυτή η κατάσταση με το κλάμα ήταν κατά βάθος ανακουφιστική, ότι τα δάκρυα αποσυμφόριζαν τα συναισθήματα και λύτρωναν την καρδιά, σαν σπονδή στους θεούς της χαράς και της λύπης και και της απογοήτευσης και της απόγνωσης.
Και ίσως, στο τέλος και στους θεούς της αποδοχής.
Παρ' όλα αυτά της φαινόταν πολύ ντροπιαστικό να μπήγει τα κλάματα με το παραμικρό και όχι μόνο στις χαρές και τις λύπες αλλά και όταν αισθανόταν θυμό και αγανάκτηση αλλά και σε όλες τις συγκινησιακά φορτισμένες στιγμές όπως για παράδειγμα όταν έβλεπε τα μικρά παιδάκια να παρελαύνουν στις εθνικές γιορτές μπουλουκιδόν μεν κορδωμένα δε, ή όταν έσκαγαν πυροτεχνήματα στον ουρανό ή όταν έκανε την πρώτη βουτιά στην θάλασσα το καλοκαίρι, ή και όταν έβλεπε ένα λιβάδι με παπαρούνες ή ένα βλέμμα διαπεραστικό, μαζί με δύο δευτερόλεπτα εύγλωττης σιωπής.
Ω ναι! Τα "κροκοδείλια" ξεχείλιζαν στα μάτια της εκείνη ακριβώς την στιγμή, μερικές φορές δικαιολογημένα και άλλες χωρίς καμιά προφανή αιτία, τουλάχιστον για τους άλλους.
Οι φίλοι έλεγαν ότι "είναι εύθραυστη" αλλά εκείνη δεν το έβλεπε έτσι. Μια κατάρα το θεωρούσε, που την έκανε να αισθάνεται ευάλωτη και εκτεθειμένη στους άλλους, μια υγρή ρωγμή στο σκληρό κέλυφος που έχτιζε για να προφυλάξει το καβουρίσιο μαλακό κορμί της.
Όμως περάσανε τα χρόνια και όσο μεγάλωνε η υγρή ρωγμή έκλεινε σιγά σιγά. Ούτε που το κατάλαβε πως έγινε αυτό. Απλά ένα πρωί σηκώθηκε και ανακάλυψε ότι δεν μπορούσε πια να κλάψει.
«Χμ! καλό αυτό!» σκέφτηκε και πήγε να αγοράσει μάσκαρα και cinnamon pink ρουζ για τα μάγουλα. Βλέπετε στην ηλικία της, οι γυναίκες προσπαθούν με τα ξένα χρώματα να καλύψουν το στεγνό κίτρινο που αντικαθιστά το ροδαλό φρέσκο, για να φέρουν πίσω τα χρώματα της νεότητας τους.
Έτσι λοιπόν τα "κροκοδείλια" έφυγαν.
Την πρώτη φορά που πληγώθηκε μετά από αυτό, ήταν περήφανη που μπόρεσε να το κρύψει.
Την πρώτη φορά που χάρηκε πολύ μετά από αυτό, ανακουφίστηκε που δεν χρειαζόταν να δώσει αναφορά σε κανένα προδομένη από τα δάκρυα.
Την πρώτη φορά που λυπήθηκε μετά από αυτό, αισθάνθηκε κάτι να μην πάει καλά μ' όλο που η μάσκαρα έμεινε στην θέση της
Αλλά...
Την πρώτη φορά που αισθάνθηκε θυμό και αγανάκτηση ένοιωσε ένα κόμπο στο στήθος να την πνίγει λες και τα "κροκοδείλια" είχαν συσσωρευτεί εκεί κοντά στην καρδιά της και τώρα που οι πύλες των δακρυγόνων αδένων ήταν κλειστές, πίεζαν να βγουν από κάπου.
Αλλά δεν έβγαιναν.
Οι ιριδίζουσες σαπουνόφουσκες δεν εξερράγησαν στην κόχη των βλεφάρων γεμίζοντας το πρόσωπο με μαύρα ρυάκια πάνω στο cinamon pink ρουζ.
Κι όσο δεν γινόταν αυτό, τόσο ο κόμπος στο στήθος μεγάλωνε και την έπνιγε και πίεζε πνεύμονες και καρδιά και στο τέλος η πίεση γινόταν πόνος φυσικός και διαπεραστικός.
Αποφάσισε να πάει στον οφθαλμίατρο.
Ούτε που έδωσε αυτός σημασία στον κόμπο στο στήθος από τα συσσωρευμένα δάκρυα. Αντί για αυτό την έβαλε να καθίσει πίσω από περίεργα όργανα και της ανακοίνωσε με την χωρίς χιούμορ φωνή του, ότι καλά θα έκανε να ανησυχεί για πολύ σοβαρότερα πράγματα από αυτά.
Άλλωστε, της είπε ότι υπήρχε ένα σκεύασμα που λέγεται "τεχνητά δάκρυα" που ανακουφίζουν τα μάτια και μάλιστα χωρίς …μαύρα ρυάκια.
Αυτό που δεν της είπε ο καλός γιατρός ήταν, πως ο κόμπος στο στήθος θα παρέμενε εκεί μόνιμα και ότι τα τεχνητά δάκρυα τίποτα δεν θα μπορούσαν να κάνουν για αυτό.
Έτσι έμεινε με αυτόν ένα ολόκληρο καλοκαίρι.
Μια στιγμιαία χαρά, η πρώτη βουτιά στην θάλασσα, μια ολοκληρωτική καταστροφή, το λιβάδι με τα ηλιοτρόπια, ένα κοριτσάκι που της μάζευε γυαλιστερά βότσαλα, … τον μεγάλωσαν.
Ο θυμός, η κούραση, η ντροπή και ο φόβος, πρόσθεσαν κι άλλο στο βάρος του
Η λύπη, η απόγνωση, η απογοήτευση, τον πλημμύρισαν και φούσκωσε κι άλλο, έγινε μια μικρή εσωτερική σκοτεινή θάλασσα.
Βούτηξε μέσα της, κολύμπησε μαζί με τη χαρά, τη λύπη, την ντροπή την απόγνωση, την απογοήτευση, έψαξε να βρει τρόπο να ανοίξει μια διέξοδο, οι θεοί ήθελαν τις σπονδές τους για να εξευμενισθούν, περίμεναν το αλμυρό ζεστό νερό τους και αυτό έμενε φυλακισμένο εκεί μέσα, ασφυκτιούσε και τελμάτωνε, σάπιζε και μιαινόταν, και έχανε στην δύναμη του.
Αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να κάνει πια τίποτα.
Άφησε τον κόμπο στην θέση του. Προσπάθησε να συνθηκολογήσει με την ιδέα να μην μπορέσει να ξανακλάψει ποτέ.
Αλλά πονούσε.
Πονούσε με αυτόν τον φυσικό πόνο που έφτιαχναν τα στάσιμα νερά της εσωτερικής της θάλασσας.
Κι οι θεοί -της λύπης και της χαράς, της ντροπής, της απόγνωσης και του θυμού- ανικανοποίητοι, έφυγαν από την καρδιά της που κατοικούσαν τόσο καιρό.
Μετά, ήλθαν, πολιόρκησαν και άλωσαν το μυαλό της...
... όλοι, εκτός από τον θεό της αποδοχής...
Ετικέτες alter ego, just one of thοse moods, water