Δευτέρα, Ιουνίου 18, 2007
...μια χιονονιφάδα ή ένα αγγελάκι ή ένα βοσκό ή ένα προβατάκι...

Δεν τόλμησα να τον πάρω αγκαλιά!
Στ΄αλήθεια, δεν μπορώ να παίρνω αγκαλιά τα μωρά...

Βρισκόταν εκεί, ένα μέτρο μακρυά μου όλο το βράδυ, άλλα δεν τόλμησα να τον πιάσω στα χέρια μου.


Τεσσάρων μηνών πια, ο γιος της φίλης μου της Αλεξ, καθόταν στο θαλασσί ξαπλωστράκι του –πως τα λένε αυτά τα αναπαυτικά πραγματάκια που βάζουν μέσα τα μωρά; Δεν ξέρω ακριβώς-
Κοιτούσε όλους εμάς γύρω του, έβγαζε περίεργους ήχους από το στόμα του, που σίγουρα κάτι θα σήμαιναν αλλά κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει.
Εκτός βέβαια από την μαμά του που ανακοίνωνε με σιγουριά "Πεινάει", "Τον τρώνε τα ούλα του", "Χέστηκε", "Εσένα κοιτάει", "Χαίρεται που του μιλάς", "Σου χαμογελάει", "ΣΕ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΕΙ !"
Δεν ξέρω πόσο σωστά ερμηνεύουν οι μαμάδες τις αντιδράσεις και τις ανάγκες των κανακάρηδων τους.
Άλλωστε έχουν μια ολόκληρη ζωή για να εντρυφήσουν στην μελέτη του θέματος και να γίνουν οι μεγαλύτεροι ειδικοί, μέχρι τα βλαστάρια τους να γίνουν περίπου 35 και να αρχίσουν να τους ψάχνουν μια καλή σύζυγο, για να τα παραδώσουν σε έμπιστα χέρια, μην κακοπέσουν.

Αλλά έφυγα από το θέμα -αυτά είναι γνωστά-
Το οποίο ήταν, το γιατί δεν μπορώ να παίρνω στην αγκαλιά μου τα μωρά.
Όπως προχθές που ήταν μια καλοκαιρινή βραδιά με καλή παρέα από τα παλιά, και ένα μωρό τεσσάρων μηνών, ήσυχο και καλόβολο, ένα μικρό πρίγκιπα όπως τον είχα ονοματίσει εγώ πριν λίγο καιρό που γεννήθηκε ή έναν πονηρό μαγκάκο κατά πως γουστάρει να τον αποκαλεί η μαμά και ο πατέρας του.
Τον έβλεπα να πλέει στον ζεστό αέρα της βεράντας του σπιτιού του, διακτινιζόμενος από χέρια σε χέρια, από αγκαλιά σε αγκαλιά, όρθιος, καθιστός, να πίνει το γάλα του και νεράκι από αστεία μπιμπερό, να αλλάζει ποδαράκια πάνω στο τραπέζι στην πρώτη προσπάθεια να εξερευνήσει το βάδισμα, να χοροπηδάει σε αγκαλιές, να ποζάρει για φωτογραφίες, να χαίρεται, να σκάει κάτι απίστευτα χαμόγελα, να γαργαλιέται, να κλωτσάει και να γρονθοκοπάει τον αέρα.
Αργότερα που έπεσε ο αέρας, κάτι μικροσκοπικές σταλίτσες ιδρώτα εμφανίστηκαν γύρω στο το μέτωπο του, τόσο μικροσκοπικές που τις έβλεπες σαν κόκκους χρυσόσκονης που αντανακλούσαν το φως της βεράντας.

Αλλά πάλι έφυγα από το θέμα.
Το οποίο ήταν, το γιατί δεν μπορώ να παίρνω στην αγκαλιά μου τα μωρά.
Δεν είναι που φοβάμαι μην μου πέσουν ή μήπως κάνω κάτι πάνω στην απειρία μου που να τα βλάψει.
Είναι που ...
Θυμάμαι πριν μερικά χρόνια, παρακολουθούσα μια Χριστουγεννιάτικη γιορτή που η μικρή μου ανιψιά η Δανάη, θάταν τεσσάρων χρονών νομίζω τότε, ντυμένη χιονονιφάδα συμμετείχε στην παράσταση. Η μικρή, βγήκε στην σκηνή, πήγε και κάθισε άκρη άκρη ψάχνοντας την μαμά της, ξεχνώντας τα βήματα της και τα υπόλοιπα παιδάκια γύρω της, και δίπλα μου η μαμά της να της φωνάζει, "Σήκω Δανάη πήγαινε στον κύκλο μαζί με τα άλλα παιδάκια, κούνα και τα χεράκια όπως κάναμε στο σπίτι". Αλλά η Δανάη απλά την κοίταγε από την άκρη της σκηνής χωρίς να γουστάρει να συμμετάσχει στα δρώμενα.
Μέχρι που τελείωσε η παράσταση και μια μια η μαμάδες, ανάμεσα σ'αυτές και η μαμα της Δανάης, πλησίαζαν στη σκηνή και έπαιρναν από μια χιονονιφάδα ή αγγελάκι ή βοσκό ή προβατάκι ή αστεράκι. Καμιά φορά και δύο μαζί. Και όπως έβλεπα ένα – ένα τα αλλοπαρμένα πιτσιρίκια να αναχωρούν σε αγκαλιές μαμάδων και μπαμπάδων, είχα μια περίεργη αίσθηση, ότι δεν μπορεί, ίσως περισσέψει στο τέλος και για μένα ένα. Κοιτούσα μέσα στο σωρό και έλεγα Να! Αυτό, αυτό μπορεί να περισσέψει και να το πάρω εγώ. Να αυτό με τα κοτσιδάκια, ή αυτό το ασχημούλικο, ή αυτό το θλιμμένο, ή αυτό εκεί στην άκρη. Και αισθανόμουν κιόλας το βάρος του στην αγκαλιά μου, σαν θα το έπιανα και θα το κατέβαζα από την σκηνή στο έδαφος και θα άκουγα λογάκια και θα πάσαρα κουτάκια πορτοκαλάδας και νερού με ειδικό πώμα ασφαλείας και θα του φοραγα παλτουδάκια και κασκόλ και γαντάκια τόσο που θα χανόταν κάτω τους.
Και ένα ένα τα έπαιρναν οι μαμάδες και τα ασχημούλικα και τα θλιμμένα και τα πεινασμένα και αυτά με τα κοτσιδάκια και μετά τελείωσαν όλα, και δεν έμεινε ούτε μια μια χιονονιφάδα ή αγγελάκι ή βοσκός ή προβατάκι ή αστεράκι για μένα και για να πω την αλήθεια με πήραν τα κλάματα και ντρέπομαι γι αυτό, είμαι πια μεγάλη, το έχω ξεπεράσει, έχω διαχειριστεί αυτό το συναίσθημα της απώλειας, της έλλειψης ολοκλήρωσης, κάνω μια όμορφη ζωή τώρα, έχω χρόνο να διαβάζω, να περνάω τον χρόνο μου όπως θέλω, να γράφω, να παίζω, ακόμα και να αισθάνομαι πράγματα που πίστευα ότι δεν θα αισθανόμουν ποτέ ξανά.


Αλλά δεν μπορώ να πάρω στην αγκαλιά μου ένα μωρό.

Για να πω την αλήθεια, δεν εμπιστεύομαι τον εαυτό μου.
Γιατί, καλά, το πήρα
και, το κανάκεψα
και, του γέλασα,
και, “ γκίλι γκίλι”
και, “αγκού αγκού”
και, κουκλί μου εσύ – και, μάτια μου – και, χαρά μου
και, τι ποδαράκι είναι αυτό – και, τι χεράκι,
και, κοίτα τι μυτάκι είναι αυτό;
και, τι μπουτάκι για φάγωμα;
και τι θες βρε συ ;
και, αχ! μου σφίγγει το χέρι
και.....



Αλλά έφυγα πάλι από το θέμα.
To οποίο ήταν, το γιατί δεν μπορώ να παίρνω στην αγκαλιά μου ένα μωρό.
Μα.. γιατί..
καλά, το παίρνω στην αγκαλιά μου...
και τα κάνω όλα αυτά...
Μετά όμως...
Πως...πως...πως;

Πως θα μπορέσω να το δώσω πίσω...


.

Ετικέτες ,

 
posted by ralou at 12:50 π.μ. | Permalink |


15 Comments:


usefull  View My Public Stats on MyBlogLog.com