Περβάζι - Αστραπή - Αει - Παστίτσιο - Ξίφος
Εγώ έδωσα τις λέξεις :
Παιδάκι – Λαχταριστό – Αλεξικέραυνο – Ενίοτε - Ωκεανός
Μια μαυρόασπρη μια μαυριδερή μια γκριζούλα ένας μπεζ και ένας πορτοκαλής.
Μαζεμένοι, στην πίσω αυλή της γιαγιάς Αρετής.
Δεν μοιάζουν με παρεούλα που τα λέει φιλικά και περνάει άλλη μια βραδιά κάτω από τα αστέρια. Είναι θυμωμένοι όλοι και σφιγμένοι κάθονται χωριστά σαν σόι που τσακώνεται στην κηδεία του μακαρίτη.
Η Μπιζού η μαυρόασπρη, κάθετε λίγο παράμερα.
Είναι η αριστοκράτισσα της παρέας. Με το tuxedo της μακρύτριχης φορεσιάς της καλογυαλισμένο, τους κοιτάει απόμακρα σαν Μασόνος με το ξιφάκι του σε σκοτεινή, επίσημη τελετή. Σκέφτεται ότι είναι προσβλητικό για την προσωπικότητα της να συγχρωτίζεται με τέτοια ελεεινά, βρωμερά υποκείμενα και να χάνει το χρόνο της την στιγμή που θα μπορούσε να αναπαύεται πάνω στο κόκκινο βελούδινο μαξιλάρι της. Πονάνε και λίγο τα κοκάλα της, δεν είναι πια παιδάκι!
(Μπιζού η Όμορφη)
Η Σάνυ η μαυριδερή, είναι πιο κοντά στους άλλους. Μαχήτρια και αγύριστο κεφάλι, ανεξάρτητη και κοσμογυρισμένη. Λεπτοκαμωμένη και μικρόσωμη, ευφυής και ατραφτερή σαν τις αστραπές που λάμπουν στα μάτια της. Στο μυαλό της βυσσοδομούν εκατό Μακιαβέλιδες, καθώς τους κοιτάει όλους μαζί. Στη σκέψη της, ένας ωκεανός στοιχείων περνά από συστηματική επεξεργασία και τα αποτελέσματα περνάνε από τα πράσινα μάτια της με λευκά φωτεινά στοιχεία σαν σε παλιομοδίτικο μόνιτορ υπολογιστή.
(Σάνυ η Έξυπνη)
Η Σίλβα η γριζούλα, συνηθισμένη και απλή,
μια νοικοκυρούλα και μανούλα κακοπαθημένη από τις κακουχίες, αναρωτιέται τι κάνει αυτή σε αυτή την περίεργη παρέα και δεν πάει να κλέψει λίγο από το παστίτσιο που της μυρίζει εδώ και ώρα από το διπλανό σπίτι. Αχ! πόσο θα θελε να είχε καθημερινά ένα λαχταριστό μπολ με λιπαρή πρωτεϊνούχα γατοτροφή όπως όλοι οι άλλοι. Αλλά αυτή είναι η αδικημένη.
(Σίλβα η Αδικημένη)
Ο Λάϊανο ο μπεζ αναπολεί. Του αρέσει να ονειρεύεται μόνος, καθισμένος στο περβάζι του παράθυρου με τις ώρες. Είναι λίγο άβολα με τόση παρέα γύρω του. Το μυαλό του είναι τόσο μακριά από την σημερινή μάζωξη. Συνήθως ταξιδεύει συνεχώς νοερά, αν και ενίοτε διακόπτει για λίγα λεπτά για να πιάσει μια ακρίδα, αφηρημένα και άκεφα.
(Λάϊανο ο Φευγάτος)
Ο Μέρλιν ο πορτοκαλής, βαριέται. Τι την ήθελαν τώρα την μάζωξη;
Αει σιχτίρ! Και έβλεπε κάτι νόστιμα όνειρα το απόγευμα. Τι τον σήκωσαν; Ακούει ένα τρομακτικό θόρυβο και πετάγεται. Τα αυτιά του συλλαμβάνουν κάθε τρομακτικό θόρυβο με απίστευτη ακρίβεια. Και όλοι οι τρομακτικοί θόρυβοι, αυτόν κυνηγούν πάντα! Είναι σαν ζωντανό αλεξικέραυνο τρομακτικών θορύβων. Αχ! να μην είχε καρδιά … πατάτα.
(Μέρλιν ο Πορφυρογέννητος)
Ο λόγος της παράξενης συγκέντρωσης είναι ένας και μόνο.
Η γιαγιά Αρετή άλλαξε πάλι ψυγείο!
Το παλιό το έβγαλε στον ακάλυπτο μέχρι να δει τι θα το κάνει. Και επειδή αγαπάει πολύ τα ψυγεία της, όλα τα παλιά τα αφήνει τελικά στην πίσω αυλή.
Μαζεύτηκαν λοιπόν για να δουν σε ποιόν θα κατοχυρωθεί το δικαίωμα να ξαπλώνει πάνω του.
Η Μπιζού, δεν νοιάζεται και πολύ. Έτσι κι αλλιώς έχει ήδη καπαρώσει το παλιό ξύλινο του πάγου. Είναι ζεστά εκεί και μέσα στη λιακάδα συνηθίζει να απλώνει τα γέρικα πόδια της και να χουζουρεύει με τις ώρες.
Η Σάνυ, γουστάρει να ξαπλώνει πάνω στο θαλασσί εκδρομικό ψυγειάκι. Είναι μικρό και είναι η μόνη που χωράει. Και στο κάτω - κάτω δεν της καίγεται καρφί. Έχει πολύ πιο ενδιαφέροντα πράγματα να κάνει από το να κοιμάται στη λιακάδα.
Ο Λάϊανο, αράζει στο παλιό ηλεκτρικό. Είναι ακουμπισμένο σε ένα σημείο της αυλής που έχει την καλύτερη θέα στον διπλανό δρόμο και του αρέσει, γιατί από εκεί ρομαντζάρει τις νύχτες του καλοκαιριού.
Η Σίλβα λοιπόν, είναι δικαιωματικά αυτή που θα πάρει το νέο απόκτημα της αυλής. Πάντα τελευταία και καταϊδρωμένη η φουκαριάρα, πάντα αδικημένη. Όμως τώρα θα πάρει το αίμα της πίσω! Τούτο το ψυγείο είναι το καλύτερο από όλα. Έχει χαλάσει και η πόρτα και λίγο να βάλει το ποδαράκι της ανοίγει διάπλατα και μέσα στα συρμάτινα ράφια του έχει χώρο να στεγάσει…ουουου! ένα σωρό από τα παιδιά της. Και μοσχοβολάει και από το φαγητό που φιλοξενούσε τόσα χρόνια.
Ο Μερλιν, αποχωρεί από την μάζωξη επιδεικτικά, με την φουντωτή ουρά του σηκωμένη ψηλά σαν σημαία.
Τι θέλει αυτός με τούτη την παρέα; Και τι να τα κάνει τα ψυγεία στην αυλή της Αρετής, άμα έχει ολόκληρο σπίτι δικό του να την αράξει όπου θέλει.
Άσε που ναι μεν τα έχει τα χρονάκια του αλλά καλοστεκούμενος είναι ακόμα δόξα τω Θεώ.
Τι δουλειά έχει αυτός στην Γειτονιά Των Αγγέλων…;
---------------
Το κειμενάκι γράφτηκε μαζί με το προηγούμενο για τις λέξεις της giagiaduck.
Αλλά επειδή οι λέξεις που έδωσα εγώ μου φάνηκαν μετά προβληματικές, βάλθηκα να τις ταιριάξω και αυτές για να έχω ήσυχη την συνείδηση μου!
Και επειδή η γιαγιά Αρετή με τα ψυγεία της , πέρασε από την καρδιά μου, είπα να μην την ξεχάσω...
Παιδάκι – Λαχταριστό – Αλεξικέραυνο – Ενίοτε - Ωκεανός
julia
Σταυρο
be my guest!
Ετικέτες catch the ball, cats and animals, sort stories
Πάντα πίστευα ότι τα ζώα μόνο σε κάνουν άνθρωπο... Είσαι πολύ τυχερή να έχεις τόσο κεφάτη συντροφιά, σίγουρα έχεις πολλά να μοιραστείς μαζί τους, εκτός απο παστίτσιο!