Οι πέντε λέξεις
Περβάζι - Αστραπή - Άει - Παστίτσιο - Ξίφος
6:30 μ.μ.
"Αει στο καλό πια!
Πάλι βρέχει. Ούτε εξίμιση δεν είναι ακόμα και σκοτείνιασε για τα καλά.
Δεν είναι μπόρα αυτή, καταιγίδα είναι."
Πλησιάζει το παράθυρο του σαλονιού, ανοίγει τα τζαμιλίκια και μαζεύει τα γλαστράκια με τους κάκτους από το περβάζι να μην βραχούν.
Αστραπές, σαν θεϊκά ξίφη, ξεσκίζουν τα σύννεφα.
"Ώρα είναι να έχουμε καμιά διακοπή και έχω και το παστίτσιο στο φούρνο!
Και θα έρθει και η συμπεθέρα στο σπίτι για φαγητό το βράδυ, μην παραγγείλουμε πάλι πίτσα και μου γυρίσει τα μούτρα της σαν την άλλη φορά!"
Λες και η ώρα ήταν ανοιχτή και την άκουσε.
Το φως της κουζίνας έσβησε ξαφνικά.
Ο φουρνος σταμάτησε.
Και το ψυγείο δεν ακουγόταν!
Καλά, αυτό δεν το ακούει πια έτσι κι αλλιώς, το συνήθισε 40 χρόνια στην κουζίνα.
Αλλά όμως.. το ψυγείο.. το ψυγείο πρεπει να δουλέψει οπωσδήποτε!
Τα πρώτα χρόνια είχαν ψυγείο πάγου. Παιδάκι, έβγαινε στην εξώπορτα και ο κυρ Θανάσης με το κάρο που το έσερνε το άλογο, έκοβε με το πριονάκι του ένα κομμάτι πάγο, το τσιγγέλωνε με την λαβίδα του και κρατώντας το από την μια λαβή το ακουμπούσε σε ένα κομμάτι λινάτσα στα χέρια της. Δεν ήταν πολύ βαρύ, το έφερνε μέσα στο σπίτι και η μάνα το έβαζε στο ξύλινο ψυγείο αφού πέταγε το νερό από το λειωμένο κομμάτι της προηγούμενης.
Τα χέρια της κοκκίνιζαν από το κρύο και ήταν υγρά. Το χειμώνα τα άπλωνε πάνω από την γκαζιέρα να ζεσταθούν αλλά το καλοκαίρι ήθελε να τα βάλει στα ιδρωμένα της μάγουλα για δροσιά. Η μάνα πάντα φώναζε "όχι Αρετούλα, είναι γεμάτος αμμωνία αυτός ο πάγος, θα αρρωστήσεις".
Μετά, σαν μεγάλωσε, μια μέρα που βγήκε να πάρει τον πάγο έπεσε πάνω στον Μιχάλη. Φαντάρος με την στολή του είχε έρθει να δει την γιαγιά του που έμενε στην γειτονιά και σαν είδε την κορμοστασιά του και τα μαύρα του μάτια μια αστραπή την τύφλωσε μ'όλο που ήταν πρωί ακόμα και ο ήλιος ζεμάταγε πάνω από το κεφάλι της. Λίγο πιο μετά όταν ο Μιχάλης ήρθε στον πατέρα και τη ζήτησε, τον κέρασε γλυκό καρυδάκι και δροσερό νερό από το ψυγείο και κάθισε δίπλα του σεμνά και αμήχανα.
Ούτε λόγος βέβαια, στο καινούριο σπίτι πήρανε ψυγείο ηλεκτρικό.
Φτωχό παιδί ήτανε ο Μιχάλης, αλλά η γιαγιά είχε κομπόδεμα και τους βοήθησε στην αρχή. Καλά περνάγανε και το σπίτι πάντα γεμάτο ήτανε. Μόνο που ο Μιχάλης ήταν άτυχος. Ένας παλίκαρος μέχρι εκεί πάνω, μα έπινε πολύ. Γέμιζε το ηλεκτρικό ψυγείο με μπουκάλια από τη ρετσίνα που τους έστελναν από το χωριό, και μπύρες από το μπακάλικο και τα κοπάναγε κανονικά. Η Αρετή φοβόταν λιγάκι, αλλά ακόμα και στα μεθύσια του ήταν καλός μαζί της. Δυο χρόνια μετά έφυγε ξαφνικά στα 26 του. Ενα βράδυ με ζέστη πολλή, μετά από γερό τσιμπούσι με το σόι, ένοιωσε ένα πόνο σαν ένα ξίφος να του τρυπάει το στήθος. Τον τρέξανε στο νοσοκομείο. Μέχρι να φτάσουν τους έμεινε στα χέρια. Ρήξη ανευρύσματος αορτής είπαν οι γιατροί. Τόσο νέος και δεν είχε σωσμό. Μετά την κηδεία η Αρετή έβγαλε τις κανάτες με το δροσερό νερό από το ψυγείο και μοίρασε στους συγγενείς που γέμισαν το σπίτι. Χήρα στα 24 και με τον σπόρο που πρόλαβε και έσπειρε μέσα της ο Μιχάλης πριν φύγει, μάζεψε τα κουράγια της και πορεύτηκε.
Ο Μιχαλάκης ο μικρός, μεγάλωσε μόνο με την μάνα του. Είχε το παράστημα του πατέρα και εκεί στην δεκαετία του 70, παλικαράκι με τα φαρδιά παντελόνια και τις μακριές φαβορίτες του, γέμιζε το ψυγείο με μπουκάλια βερμούτ και παγάκια για τα πάρτι του, όπου τα έξαλα νιάτα της παρέας του, ξεκούφαιναν την μάνα του με τις μουσικές και τους χορούς τους.
Αυτές τις ζεστές βραδιές η Αρετή, έμενε κλεισμένη στο μοναχικό δωμάτιο της. Είχε μείνει χήρα πια τόσα χρόνια. Δεν ξαναπαντρεύτηκε, είχε τον μικρό να μεγαλώσει. Άκουγε τις παράξενες μουσικές και μόλο που ήταν πολύ νέα ακόμα, σκεφτόταν πόσο μακριά και πόσο λίγα ήταν τα γλέντια τα δικά τους με τον μεγάλο Μιχάλη, τον άντρα της. Πλησίαζε το παράθυρο, ακουμπούσε στο περβάζι και ρωτούσε τον ουρανό και την μοίρα της τι της επιφύλασσε τώρα που ο μικρός Μιχαλάκης μεγάλωνε, κι ύστερα σταυροκοπιόταν έκλεινε τα πατζούρια έπινε ένα ποτήρι δροσερό νερό από το ψυγείο και καμωνόταν ότι κοιμόταν.
Και να τώρα. Δεν πρόλαβε να γυρίσει από το Ναυτικό και να ανοίξει το μαγαζί του ο Μιχαλάκης ο μικρός, βρέθηκε αυτή η καπάτσα και τον τύλιξε. Την παντρεύτηκε ενα Δεκαπεντάυγουστο, μάνι μάνι μην χάσει το κελεπούρι και ήλθαν να μείνουν στο σπίτι, "Να δεις και συ βρε μάνα κανένα εγγόνι που είσαι μόνη σου τόσα χρόνια". Για να την καλοπιάσει ο γιόκας της, της αγόρασε καινούργιο νοικοκυριό. Και έφερε και την λεγάμενη να μείνουν μαζί στο σπίτι της.
Δύο νοικοκυρές σε μια κουζίνα, δεν γίνεται, σκέφτηκε η Αρετή, και αυτή δεν είναι άξια ούτε ένα παστίτσιο να κάνει. Αλλά το καινούργιο ψυγείο τουλάχιστον άξιζε!
Με τα συρτάρια και τις αυγοθήκες του, τους καταψύκτες και τα βρυσάκια του, να κάνει το νερό μπούζι, από ζεστό σε κρύο σε δύο στιγμές.
Της άρεσε της Αρετής αυτό το ψυγείο.
Είχε και ένα κουμπάκι που το πάταγες και έβγαιναν από μέσα μικρούλικα κομματάκια πάγος, ίδιο σχέδιο με τα κομμάτια πάγου που αγόραζε από τον κυρ Θανάση μια ζωή πριν. Πόσο πιο εύκολη είναι η ζωή τώρα πια!
Στα εφτα χρόνια πάνω το σκάρωσε το εγγόνι ο γιός της Αρετής. Ειχε απελπιστεί η κακομοίρα, τόσα χρόνια η νύφη και η συμπεθέρα όλο το αναβάλανε για να "ζησουν τα παιδιά την ζωή τους"
Ο Μιχαλάκης ο μικρός της έφερε την μπέμπα, ροδαλή κι αφράτη μέσα στα ροζ και τα λευκά ρουχαλάκια. Ουτε λόγος να την βυζάξει η νύφη βεβαια. Πέντε-πεντε διατηρούσε τα μπιμπερό με το γάλα στο ψυγείο η Αρετή. Τα έβγαζε στην ώρα τους τα ζέσταινε προσεχτικά, έριχνε και λίγες σταγόνες στον αριστερό πήχυ της να δοκιμάσει την θερμοκρασία και τάιζε το μωρό. Και αργότερα, οι κρεμες, τα φρούτα, τα φαγάκια, το κολατσό για το νηπιαγωγίο και το Δημοτικο, όλα φυλαγμένα στο καλό ψυγείο μέχρι τελευταία στιγμή μην και χαλάσουν και πάθει τίποτα το παιδί.
Ηταν ευτυχισμένη η Αρετη και διόλου δεν την πείραζε που το μεγάλωνε μόνη της.
Μόνο εκεί πάνω στο χρόνο, που ηταν να γίνουν τα βαφτίσια πάτησε πόδι για το όνομα. Ακους εκεί να θέλουνε να βγάλουν όνομα αρχαιοελληνικό λέει, που όλα τα παιδιά έτσι τα βαφτίζουν τώρα.
Με την νύφη και την συμπεθέρα τα είχε περισσότερο!
"Αει σιχτιρ! Που ούτε το χέρι τους στο νερό δεν έβαλαν ποτέ γι αυτό το παιδί" βλαστήμησε χωρίς να το θέλει. Μετα σταυροκοπήθηκε "Σχώρα με Παναγιά μου" και την Κυριακή το ξωμολογήθηκε στον παπα Γιώργη.
8:30 μ.μ.
Σκοτείνιασε για τα καλά πια. Οχτώμισι η ώρα και να μην έχει έρθει το ρεύμα ακόμα!
Το παστίτσιο μισοτελειωμένο, το νερό θα ζεσταίνεται σιγα σιγά μέσα στο ψυγείο και σε λίγο θάρθουν.
Το κλειδί ακούγεται στην εξώπορτα και η καταιγίδα μπαίνει στο σπίτι. Με την ολόϊσια λυγερή κορμοστασία της, το τζίν της, το μικροσκοπικό μπλουζάκι της, τα μαλλιά της γυαλιστερά και κολλημένα από την βροχή, μπαίνει στην κουζίνα η Τέτη.
Σκάει στα βουλιαγμένα της μάγουλα δυό φιλιά.
Οπως την φωτίζουν οι αστραπές από το παράθυρο μοιάζει με γυαλιστερό ξίφος έτοιμο και ξεπεταχτεί από το θηκάρι του και να κατακτήσει τον κόσμο.
Ποτέ δεν το χώνεψε που άλλαξαν το όνομα του παιδιου από Αρετή σε Τέτη, τι πράγματα είναι αυτά.
Ανοίγει το ψυγείο και παιρνει να πιεί ενα αναψυκτικο.
"Ζεστάθηκαν, πουλάκι μου!". "Δεν πειράζει γιαγιά!"
Πλησιάζει το παράθυρο της κουζίνας. "Αχ γιαγιά! Την άφησες έξω τη γάτα με τέτοιο καιρό. Τίποτα δεν θυμάσαι πια! Στο είχα πει να προσέχεις την γάτα!"
Ανοίγει και παίρνει την γάτα που στέκεται μουσκεμένη αλλά αξιοπρεπής στο περβάζι.
Η Αρετή σκύβει το κεφάλι. Η Τέτη την βλέπει και ντρέπεται.
"Αει στο καλό σου γιαγιά! Τι έπαθες;
Με συγχωρείς δεν ήθελα να σου φωνάξω γιαγιούλα μου.
Ελα, έλα να πιουμε μια πορτοκαλάδα μαζί, πάλι κουφόβραση έχει.
Οχι, οχι άσε το ψυγείο, με τα χεράκια μου θα στα στύψω τα πορτοκαλάκια.
Σ αγαπάω πολύ βρε γιαγιά Αρετούλα ! Δεν το ξέρεις!"
Η giagiaduck μου πέταξε το μπαλάκι.
Πάνω του, γραμμένες οι πέντε λέξεις της και η πρόσκληση να γράψω κάτι μ’ αυτές.
Για να πω την αλήθεια ένοιωσα λιγάκι όπως τότε στο σχολείο. Εγραφα τις χειρότερες εκθέσεις όταν μου έδιναν ένα θέμα και τις καλύτερες όταν το θέμα ήταν ελεύθερο.
Ωστόσο το διασκέδασα τόσο πολύ σήμερα.
Αν ήμουν ακόμα στο σχολείο, δεν ξέρω αν θα είχα γράψει καλά, αλλά σίγουρα δεν θα είχα το αλλοτινό άγχος.
Τωρα πρέπει να πετάξω το μπαλάκι με τις δικές μου λέξεις σ’ άλλους πέντε.
Εμπρός λοιπόν :
Loupa
Ηω-λιθικέ
Sofi-k
Αθεόφοβε
Heliotypon
Το πετώ σε σας και αν θέλετε γράψτε και σεις.
Γράψτε μια φράση ή εκατό ή χίλιες αλλά μην ξεχάσετε να βάλετε τις λέξεις μου:
Παιδάκι
Λαχταριστό
Αλεξικέραυνο
Ενίοτε
Ωκεανός
Και ...
Loupa, Sofi-k, για σας ξέρω!
Ηω-λιθικέ, αν έχεις διάθεση.
Αθεόφοβε, please please please!!
Heliotypon, σε προσκαλώ αλλά και σε προκαλώ.
Ετικέτες catch the ball, sort stories
Πηγαίο, αληθινό, ανθρώπινο, έξυπνα γραμμένο!
Προτιμώ να το διαβάζω, παρά να το σχολιάζω...