Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 24, 2008
ο μαστρο-Κώστας, η λάμπα και το βυσσινί πανωφόρι
1050 λέξεις.

Στο τέλος, λινκ για τις φωτοσοπιές της ανάρτησης.

O κυρ-Κώστας ο μάστορας έφτιαξε το αριστούργημα του σε μεγάλη ηλικία.

Είχε το εργαστήρι του σε φτωχό δυτικό προάστιο στο ημιυπόγειο παλιάς πολυκατοικίας.
Εδώ και χρόνια, μέσα στο σκοτεινό μαγαζάκι του κατασκεύαζε φωτιστικά. Με ένα δύο τόρνους και δεκάδες κουτιά με μπρούτζινα εξαρτήματα και γυάλες από οπαλίνα, έφτιαχνε λάμπες και λαμπατέρ, και επισκεύαζε τα χαλασμένα της γειτονιάς.
Ο κυρ-Κώστας δεν παντρεύτηκε ποτέ. Ούτε είχε δικό του σπίτι. Είχε στρώσει ένα ντιβάνι στο πίσω μέρος του εργαστηρίου του και κοιμόταν εκεί τα βράδια. Κοντά στο κρεβάτι κι ένα μικρό ψυγειάκι, με τα μπρίκια και τους καφέδες που έφτιαχνε μόνος του κάθε μέρα.
Ζούσε στο εργαστήρι του, δούλευε, κοιμόταν, ξαναδούλευε, ξανακοιμόταν. Τα χέρια του είχαν γίνει μαύρα από την μουτζούρα και τα ρούχα της δουλειάς είχαν πάρει ένα μουντό μολυβί χρώμα. Το εργαστήρι έζεχνε πάντα από την μυρωδιά του τριμμένου μέταλλου, του λιωμένου καλάι και των δύο γατιών που του έκαναν συντροφιά και σουλάτσερναν ανάμεσα στα κουτιά και την μαύρη σκόνη. Στην άκρη των τοίχων, εκτός από τα εργαλεία και τα εξαρτήματα στοιβάζονταν και παλιά φωτιστικά που κάποιοι τα είχαν φέρει για επισκευή και ξέμειναν αζήτητα εδώ και χρόνια.
Επίσης ο κυρ-Κώστας δεν είχε ούτε συγγενείς ούτε φίλους κολλητούς. Μόνο ο μπάρμπα-Πάνος τον επισκεπτόταν καμιά φορά για να πούνε δυο κουβέντες και τα μεσημέρια πήγαινε για φαγητό στο οινεστιατόριο στην πλατεία όπου έτρωγε μοναχικά τις μπάμιες και τα φασολάκια του και έπινε ένα ποτηράκι ρετσίνα για να πάνε κάτω.
Οι παλιότεροι γείτονες που τον γνώριζαν από τότε που είχε έλθει στη γειτονιά, έλεγαν ότι στα νιάτα του ήταν αρραβωνιασμένος με την Λέλα την κομμώτρια και θα την είχε παντρευτεί αν δεν τους χώριζε η μάνα της για να την καλοπαντρέψει με τον Μανόλη από το χωριό που είχε γίνει δικηγόρος και τώρα ήταν μεγάλος και τρανός.
Ο Κώστας έπεσε στα μαύρα πανιά, την αγαπούσε την λεγάμενη, και δεν βρήκε ποτέ άλλη γυναίκα να παντρευτεί.
Πέρασαν τα χρόνια, μαγκούφιασε σιγά σιγά και ζούσε μόνο για να βγάζει ένα μεροκάματο. Τα τελευταία χρόνια αρρώστησε κιόλας και αισθανόταν συχνά πυκνά την καρδιά του να ρετάρει, σαν ξεχαρβαλωμένη μηχανή.
Εκείνο το πρωί σαν εμφανίστηκε η καλοντυμένη κυρία και κατέβηκε προσεχτικά τα σκαλοπάτια του υπόγειου, τίποτα δεν τον είχε προετοιμάσει για το σοκ.
Η ίδια η κα. Λέλα με τα γοβάκια της και το κομψό βυσσινί πανωφόρι της εμφανίστηκε μπροστά του μυρωδάτη και καλοντυμένη.
Σήκωσε τα μάτια του από τη λάμπα που επισκεύαζε και ένοιωσε να λάμπει το υπογειάκι από την παρουσία της.
Η Λέλα, είχε περάσει από την γειτονιά και θέλησε να πει μια καλημέρα στην παλιά της αγάπη. Την έπιασε μια νοσταλγία για τον παλιό αρραβωνιαστικό, τώρα που τα παιδιά της είχαν πια παντρευτεί, και ο Μανόλης ξενοκοιμόταν συστηματικά για να αποδείξει ότι ήταν ακόμα νέος.
Ο Κώστας σάστισε που την είδε και του κόπηκε η μιλιά. Η καρδιά του κλώτσησε δυνατά και το στόμα του στέγνωσε. Τι είχαν να πουν μετά από 40 χρόνια οι δυο τους;
Μόνο, έτσι που την είδε λαμπερή και τόσο λίγο γερασμένη κατάλαβε την δική του κατάντια μέσα στην βρώμα και την μουτζούρα και σκέφτηκε ότι αν τον είχε παντρευτεί δεν θα είχε κάνει και την καλύτερη τύχη.
Μετά τις χαιρετούρες –ο Κώστας πήγε στον νεροχύτη και έπλυνε όσο καλύτερα μπορούσε τα χέρια του- η Λέλα έμεινε κανένα τέταρτο στα όρθια προσπαθώντας να μην ακουμπάει πουθενά και βρομίσει το βυσσινί πανωφόρι. Για την ακρίβεια, είπε, ήθελε και μια λάμπα λαδιού για το εξοχικό που γίνονταν συχνά πυκνά διακοπές ρεύματος και μήπως ο Κώστας θα μπορούσε να της φτιάξει μία;
Σιγά μην ήθελε λάμπα. Έτσι να έκανε στα μαγαζιά με τις αντίκες, ένα σωρό θα έβρισκε και θα 'ταν και αξίας. Αλλά να, ήθελε να ξαναπεράσει από το μαγαζάκι, έτσι που τον είδε κακομοιριασμένο και λιωμένο, για μια στιγμή της άρεσε που αυτή ήταν ακόμα λαμπερή και φρέσκια. Θέλησε να το ξαναζήσει λιγάκι αυτό και βρήκε την ευκαιρία.
Μετά τον αποχαιρέτησε και έφυγε, μια οπτασία που φώτισε το χώρο για λίγο και μετά έσβησε.

Ο κυρ Κώστας, έκλεισε το μαγαζί νωρίς εκείνη την μέρα.
Πλύθηκε στον νιπτήρα δίπλα στο κρεβάτι, φόρεσε τα πιο καθαρά του ρούχα, και βγήκε στο δρόμο.
Περπάτησε πολύ, έφτασε μέχρι το αλσάκι της περιοχής και κάθισε σε ένα παγκάκι.
Σκέφτηκε την ζωή του μέχρι τώρα και όλο αυτό πήρε μόλις λίγα λεπτά. Δεν είχε κάνει και τίποτα σπουδαίο. Έμεινε πολλή ώρα εκεί και βάλθηκε να φαντάζεται πως θα ήταν η ζωή αν είχε παντρευτεί την Λέλα.
Ίσως να είχε κι αυτός παιδιά παντρεμένα, ίσως να ζούσε μαζί της ευτυχισμένος, ίσως η ζωή να ήταν λιγότερο μουτζούρικη και ίσως να είχε φτιάξει εκείνο το μαγαζάκι με τα φωτιστικά στην πλατεία που ονειρευόταν τα πρώτα χρόνια.
Γιατί είχε υπάρξει καλός μάστορας. Οι λάμπες και τα πολύφωτα του είχαν μπει σε καλά σπίτια εκείνη την εποχή, όλοι το έλεγαν ότι έκανε θαύματα.
Γύρισε στο εργαστήρι του το απόγευμα, νηστικός.
Έβαλε τα ρούχα της δουλειάς, έκλεισε την πόρτα για να μην μπει κανείς και τον διακόψει, κάθισε στον πάγκο του και βάλθηκε να φτιάχνει την καλύτερη λάμπα της ζωής του. Πήρε την πιο όμορφη μπρούτζινη βάση, την γυάλισε στον τόρνο να αστράψει, της έβαλε βάση για φυτίλι, διάλεξε την πιο καθαρή γυάλινη καμπάνα, τη στόλισε με κρυσταλλάκια, που κρέμονταν τριγύρω σαν κουρτίνα, έτσι που το φως να περνάει από μέσα και να κάνει σχέδια στους τοίχους όταν είναι αναμμένη.
Πέντε ώρες δούλευε πάνω της με αγάπη και φροντίδα να γίνει ξεχωριστή και τέλεια. Πέντε ώρες τα μάτια του δεν στέγνωσαν.

Ο μπάρμπα-Πάνος, περνώντας την άλλη μέρα μπροστά από το εργαστήρι, είδε την πόρτα κλειστή και παραξενεύτηκε. Πλησίασε, την έσπρωξε και μπήκε μέσα.
Στα πόδια του μπερδεύτηκε η μουτζουθερή γατούλα που είχε κλειστεί μέσα όλο το βράδυ και πετάχτηκε με φόρα στο δόμο.
Φώναξε τον κυρ-Κώστα αλλά απάντηση δεν πήρε.
Πήρε όμως το μάτι του τον σωριασμένο μαυριδερό όγκο δίπλα στον πάγκο, και σαν πλησίασε κατάλαβε ότι ήταν ο φίλος του.

Η Λέλα δεν πέρασε ποτέ να πάρει την λάμπα της από το εργαστήρι του Κώστα. Το μετάνιωσε, που να έμπλεκε τώρα!
Αλλά και να περνούσε πάλι κλειστό θα το έβρισκε.

Ο μπάρμπα-Πάνος, στα σαράντα του μακαρίτη, ακούμπησε πάνω στο φρεσκοφτιαγμένο μνήμα του φίλου του μια όμορφη πολύχρωμη λάμπα λαδιού.
Άναψε το φυτίλι στάθηκε μια στιγμή και έφυγε.
Όταν έπεσε το βράδυ, η λάμπα έστελνε λάμψεις πολύχρωμες τριγύρω που έβαφαν τα διπλανά μνήματα και τα επτά κυπαρίσσια που στέκονταν πλάι-πλάι δίπλα στην μάντρα του κοιμητήριου.



Στο An almost dark cat... clicks clicks clicks υπάρχουν, για οποιον ενδιαφέρεται, τα στάδια δημιουργίας των εικόνων της ανάρτησης αυτής στο φωτοσοπ.
Οι εικόνες μεγεθύνονται με click


Το κειμενάκι αυτό έχει γραφτεί δύο χρόνια πριν αλλά δεν ήθελα να το αναρτήσω γιατί δεν μου άρεσε. Το τολμώ τώρα.
Αυτό το νοήμα έχει και η ετικέτα "Ελπινίκες", έτσι μαρκάρω τα χαζά μου κείμενα.

Kαλά... Aνοίγω τα σχόλια γιατί μου το ζήτησε η φιλενάδα Ρενάτα.

Ετικέτες ,

 
posted by ralou at 6:08 μ.μ. | Permalink |


6 Comments:


  • At Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 26, 2008 9:18:00 μ.μ., Blogger Coco

    Γιατί δεν σου άρεσε; Έπρεπε ίσως να παλιώσει λίγο. Εμένα μού άρεσε πολύ!

     
  • At Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 29, 2008 5:56:00 μ.μ., Anonymous Ανώνυμος

    Απιθανο το κειμενο, αστειευεσαι βεβαια...ξεκολλα και προχωρα με θαρρος. α!

     
  • At Τρίτη, Σεπτεμβρίου 30, 2008 9:22:00 μ.μ., Blogger kiki

    Κακώς δεν το είχες ανεβάσει και κακώς δε σου άρεσε...
    Πολύ καλό και συγκινητικό...
    Έπρεπε να παλιώσει, σαν μπούτζινη λάμπα κι αυτό για να στείλει τις λάμψεις τους σε μας...

     
  • At Τετάρτη, Οκτωβρίου 01, 2008 4:38:00 μ.μ., Blogger maya

    μια πρώτη κλησπέρα!
    χαίρομαι που πέτυχα 'τολμηρό' κείμενο!
    αν δεν γράφεις για να φχαριστιέσαι,
    ποιό το νόημα??????
    γλυκόπικρη ιστορία...
    δεν μου πολυάρεσε η κυρία...
    ο κυρ-κώστας πάλι μου έμεινε.
    άρα όμορφα έγραψες...!!!

    αυτή είναι η μαγεία της δημιουργίας.
    κάποιες φορές παίρνουν σχεδόν σάρκα και οστά
    οι χαρακτήρες!

    καλησπέρα πια
    καλό μήνα είπα?!!!!!
    :))))))))

     
  • At Παρασκευή, Οκτωβρίου 03, 2008 10:07:00 π.μ., Blogger ralou

    Νάσαι καλά κοκό! Ευχαριστώ.

    exofthalmi, ε να, γι αυτό τους θέλουμε τους φίλους ε;

    kiki μου, ίσως να γινόμαστε πιο ανεκτική με τα λάθη μας όταν τα βλέπουμε από μακριά...

     
  • At Παρασκευή, Οκτωβρίου 03, 2008 10:12:00 π.μ., Blogger ralou

    mayaκαλώς ήλθες στο μπλόγκ!
    Παλιά σε κάθε καινούριο φίλο που το επισκεπτόταν κάναμε πάρτι με καφέ και κουλουράκια.
    Δυστυχώς τον τελευταίο καιρό έχουν χαλαρώσει τα πράγματα και να που είδα το σχόλιο σου τρεις μέρες μετά...
    Ας είναι!
    Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια!

     
usefull  View My Public Stats on MyBlogLog.com