H παραλία του Σχινιά στο αριστερό άκρο του κόλπου του Μαραθώνα είναι μια πλατιά αμμουδιά που από την θάλασσα φτάνει μέχρι το πευκοδάσος 50 μέτρα πιο πέρα και χώνεται στις παρυφές του.
Ακόμα και σήμερα με το Ολυμπιακό Κωπηλατοδρόμιο σε απόσταση αναπνοής καταφέρνει να μην έχει αλλάξει καθόλου εδώ και δεκαετίες.
Μέχρι και οι δύο τρεις ψαροταβέρνες είναι απαράλλαχτες και λειτουργούν ακόμα (τώρα πια με τα ΚΑΠΗ που εκδράμουν συλλογικά τις καθημερινές του Ιουλίου) προσφέροντας στους συνταξιούχους πορτοκαλάδα με ανθρακικό και ενίοτε κατεψυγμένα τηγανητά καλαμαράκια και μπύρα.
Επισκεπτόμαστε συχνά αυτή την παραλία. Από τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας μέχρι προχθές.
Τα μακρινά εκείνα καλοκαίρια που ο πατέρας δούλευε διπλοβάρδια στο εργοστάσιο, δεν υπήρχε περιθώριο για καλοκαιρινές διακοπές.
Ωστόσο, εκείνος, παθιασμένος φίλος της θάλασσας προσπαθούσε να μην χάνει τελείως την επαφή μαζί της.
Τρεις ή τέσσερις φορές λοιπόν κάθε καλοκαίρι, η οικογένεια πήγαινε "εκδρομή"
Εκδρομή σήμαινε διήμερο στον Σχινιά – Πάμε στα Σκίνα λέγαμε τότε- με υπαίθρια διανυκτέρευση.
Η μαμά οργάνωνε το εγχείρημα το πρωί του Σαββάτου που ο πατέρας ήταν στην δουλειά. Αμπαλάριζε σε σακ-βουαγιάζ και τσάντες: κουβέρτες, μουσαμάδες, πλαστικά πιάτα, ποτήρια και μαχαιροπήρουνα, θερμός, πετσέτες, ρούχα και μαγιό, σαγιονάρες, σωσίβια και κουβαδάκια και ένα σωρό άλλα πράγματα απαραίτητα για την Εκδρομή.
Το σπίτι αναστατωνόταν από τις προετοιμασίες και εμείς τα παιδιά μπαίναμε σε ανυπόμονη αναμονή και μπλεκόμαστε συνεχώς στα πόδια της.
Ο πατέρας σχεδόν κάθε φορά τηλεφωνούσε για να μην ξεχάσουμε δύο πράγματα. Την αλατιέρα και το κόκαλο για τα παπούτσια.
[Παρένθεση: Δεν έχω μιλήσει για τον πατέρα ξανά αλλά σας διαβεβαιώνω ότι εκτός του ότι ήταν φανατικός αλατοφάγος, δεν πήγαινε πουθενά χειμώνα – καλοκαίρι, αν δεν φορούσε κοστούμι και γραβάτα και τα δετά δερμάτινα παπούτσια του. Ακόμα και στο εργοστάσιο που δούλευε πήγαινε με τέτοια αμφίεση – ο τέλειος white collar worker – και άλλαζε επί τόπου με τα μουτζούρικα ρούχα της δουλειάς.
Αλλά αυτή, είναι μια διαφορετική ιστορία...]
Για να επανέλθω στην Εκδρομή – ακόμα και τώρα αναφέρομαι σ' αυτή με κεφαλαίο Ε- οι ετοιμασίες περιελάμβαναν επίσης και την προμήθεια ξηράς τροφής για το διήμερο.
Με έτοιμα λοιπόν τα μπαγκάζια και με εκδρομική διάθεση ξεκινούσαμε για το κέντρο της Αθήνας και από εκεί με το υπεραστικό λεωφορείο για τον Μαραθώνα.
Στον Μαραθώνα γίνονταν οι τελευταίες προμήθειες σε καρπούζι και ντόπιες γλυκές ντομάτες. Μετά, ένα ταξί μισθωμένο επί τόπου, μας πήγαινε στον Σχινιά με την συμφωνία να έρθει να μας παραλάβει την άλλη μέρα για την επιστροφή.
Νάμαστε λοιπόν στην αγαπημένη παραλία με τα μπαγκάζια παρατεταγμένα πάνω στην άμμο ανάμεσα στα δέντρα.
Σε αυτό το σημείο, η οικογένεια έστηνε τον καταυλισμό της για το ένα και μοναδικό βράδυ που θα πέρναγε εκεί. Οι κουβέρτες τεντώνονταν από δέντρο σε δέντρο στερεωμένες με μανταλάκια και έφτιαχναν τοίχους για το βράδυ. Τα πράγματα απλώνονταν στον χώρο ανάμεσα τους και το κατάλυμα ήταν έτοιμο.
Το πρώτο πράγμα που φροντίζαμε εμείς τα παιδιά ήταν να βάλουμε το καρπούζι μέσα στην θάλασσα για να κρυώσει. Δεν ξέρω ποιος το είχε σκεφτεί αυτό, το έκαναν πολλοί τότε. Η θάλασσα του Αυγούστου δαρμένη τόσες ώρες από τον ήλιο δεν ήταν ιδιαίτερα δροσερή. Πάντως εμείς βάζαμε το καρπούζι στα ρηχά και ήταν δική μας ευθύνη να μην το παρασύρει το κύμα όση ώρα παρέμενε εκεί.
Το πρώτο απογευματινό μπάνιο με όλη την οικογένεια στο νερό κράταγε λίγο. Ο πατέρας κουρασμένος από την δουλειά ανυπομονούσε να φάει και να ξαπλώσει. Εμείς αντίθετα πλατσουρίζαμε στα ρηχά – δίπλα στο καρπούζι βέβαια- μέχρι να το κόψει η μαμά κατά τις 9 το βράδυ.
Ο ύπνος κάτω από τα δέντρα ήταν φανταστικός. Σκεπασμένοι με κουβέρτες μέσα σε κουβερτένιους τοίχους, με τριζόνια και άλλους περίεργους θορύβους της νύχτας, δίπλα - δίπλα ο ένας στον άλλο, ο αδελφός μου και εγώ παλεύαμε ανάμεσα στην περιέργεια, τον φόβο, την έξαψη της περιπέτειας και την γλυκιά κούραση μετά τις ώρες στον ήλιο.
Το πρωί ξυπνούσαμε νωρίς, γιατί ήλιος και ζέστη έκαναν την φωλιά να καίει και οι μύγες άρχιζαν το χορό στα γυμνά μας χέρια και πόδια.
Συνήθως εκείνη την στιγμή ήταν που νοιώθαμε την αρχή του τέλους της περιπέτειας. Λες και η νύχτα που είχε περάσει είχε σπαταλήσει τον χρόνο μας και είμαστε πια πιο κοντά στην αναχώρηση παρά στην άφιξη.
Βέβαια η μέρα τελικά αποδεικνυόταν πολύ μεγαλύτερη.
Ξεκινούσε με πρωινό, με φέτες ψωμιού με μέλι, βραστό αυγό και καφεδάκι στο καμινέτο οινοπνεύματος για τους μεγάλους.
Μετά, λίγη αναμονή για να "πάει το φαΐ κάτω" και βουτιά στη θάλασσα. Την εποχή που περιγράφω θαμουν δεν θαμουν 7-8 χρονών και ο αδελφός μου 3 χρόνια μικρότερος. Εκεί έμαθε να κολυμπάει από τον πατέρα βέβαια, που όντας δεινός κολυμβητής ανοιγόταν πολύ βαθιά και μας ήθελε μαζί του. Όταν ο μικρός έμαθε να κολυμπάει, πηγαίναμε οι τρεις μας στα άπατα και η μαμά φώναζε από την παραλία που λιαζόταν και έκανε αμμόλουτρα, όπως συνήθιζαν τότε, γιατί έκανε καλό σε κάποια απροσδιόριστη ασθένεια.
Μετά βγαίναμε και τρέχαμε στις κουκουναριές να μαζέψουμε κουκουνάρια και να εξερευνήσουμε το δασάκι.
Το μεσημεριανό φαγητό ήταν η καλύτερη στιγμή της μέρας. Στην σκιά των πεύκων με ζέστη και αεράκι, με τα μαγιό μισοβρεγμένα, τα μαλλιά κολλημένα από το αλάτι και τα χέρια και τα πόδια λερωμένα με άμμο και ξερές πευκοβελόνες, καθόμαστε στον μουσαμά και η μαμά άπλωνε το φαγητό.
Σαλάτα ντομάτα με το αγγουράκι της το κρεμμυδάκι της το λαδάκι της και το αλατάκι της –αλίμονο!- ετοιμαζόταν επί τόπου. Βραστά αυγά που τότε καταναλώναμε αφειδώς –προετοιμάζοντας το χολιστερινικό μας μέλλον - ψωμί, τυρί κασέρι, κονσέρβα με σαρδέλες και βέβαια κ ε φ τ ε δ α κ ι α!
Τα κεφτεδάκια αυτά φτιαγμένα την προηγούμενη και κλεισμένα προσεκτικά σε τάπερ –περήφανο απόκτημα του νοικοκυριού της μαμάς- ήταν το κυρίως φαγητό.
Μοσχοβολιστά αν και χθεσινά, έχουν χαραχτεί στην γευστική μου μνήμη σαν ένα από τα πιο νόστιμα φαγητά της ζωής μου. Ίσως να έχετε διαπιστώσει ότι τα περισσότερα τηγανητά φαγητά την άλλη μέρα έχουν ίσως και καλύτερη γεύση σε πείσμα των γευσιγνωστών που θα αποκήρυσσαν με τρόμο την ιδέα.
Ειδικά αυτά τα κεφτεδάκια καλοτηγανισμένα και λίγο στεγνά "για να μην χαλάσουν" μας έσπαγαν την μύτη και μόλις άνοιγε το αεροστεγές κάλυμμα του τάπερ ορμούσαμε γενναία.
Μιας και το ανέφερα, ο πατέρας είχε λύσει το πρόβλημα της συντήρησης των τροφών με ένα απλό τρόπο. Είχε φτιάξει ένα αυτοσχέδιο φορητό ψυγείο πάγου από φελιζόλ στερεωμένο με κολλητικές ταινίες για να διατηρεί το υπόλοιπο καρπούζι και τα λαχανικά της σαλάτας δροσερά και να συντηρεί υποτυπωδώς τα κεφτεδάκια. Αν και βέβαια, τότε, δεν υπήρχε και η υστερία που υπάρχει τώρα σχετικά με την ασφάλεια συντήρησης των φαγητών.
Κεφτεδάκια λοιπόν!
ΣΥΝΤΑΓΗ (για 40 περίπου κεφτεδάκια)
750 γραμ. κιμά μοσχαρίσιο
300 γραμ. μπαγιάτικο ψωμί χωρίς κόρα μουσκεμένο στο νερό και στημένο καλά.
Δύο μέτρια κρεμμύδια τριμμένα στον τρίφτη
Ένα μικρό ματσάκι ψιλοκομένο φρέσκο δυόσμο από τον κήπο
Δύο σκελίδες σκόρδο
1 αυγό
αλατοπίπερο
Ανακατεύουμε όλα τα υλικά πολύ καλά για να διαλυθεί το ψωμί και να γίνει το μείγμα ομοιογενές.
Αφήνουμε στο ψυγείο μισή ώρα. Απαραίτητο για να δέσουν οι γεύσεις.
Πλάθουμε τα κεφτεδάκια σε μικρές μπαλίτσες και τα αλευρώνουμε.
Βάζουμε ελαιόλαδο στο τηγάνι αφήνουμε να κάψει. Αραδιάζουμε τα κεφτεδάκια και τα τηγανίζουμε και από τις δύο μεριές.
Μόλις γίνουν τα βγάζουμε από το τηγάνι και αφήνουμε το λάδι ένα λεπτό να ξανακάψει. Βάζουμε την δεύτερη δόση και συνεχίζουμε το τηγάνισμα.
Χμ… καλά το ξέρω.
Και ποιος δεν έχει φτιάξει κεφτεδάκια στο σπίτι του.
Να μερικά tips της μαμάς, που δεν τα αποκαλούσε έτσι τότε βέβαια, αλλά ορκιζόταν στο όνομα τους.
Τα κεφτεδάκια της εκδρομής είναι πάντα μικρά σαν ένα μεγάλο φουντούκι. Έτσι στεγνώνουν αρκετά στο τηγάνισμα και διατηρούνται καλύτερα.
Μερικές φορές τα αλεύρωνε δύο φορές. Τα άφηνε μετά το πρώτο αλεύρωμα να μείνουν λίγο και μετά τα ξαναπέρναγε από το αλεύρι για να κάνουν καλή κρούστα.
Άλλες φορές τα αλεύρωνε μια φορά αλλά την ώρα που τα έπλαθε στο χέρι τα πίεζε πολύ για να κολλήσει το αλεύρι πολύ καλά.
Το κρεμμύδι πάντα τριμμένο στον τρίφτη – στο μιξεράκι εγώ - το άφηνε να στραγγίσει καλά για να φύγει το πολύ ζουμί. Έτσι γίνονταν πιο σφιχτά.
Σήμερα θα βάζαμε ίσως λιγότερο βρεγμένο ψωμί στην συνταγή για να είναι πιο έντονα κρεατένια η γεύση. Αλλά είπαμε ότι η μαμά είχε να θρέψει τετραμελή οικογένεια και έκανε τις υποχωρήσεις της.
Έτσι λοιπόν με την κοιλιά χορτάτη, το δέρμα τσουρουφλισμένο από τον ήλιο και τα πόδια να τσαλαβουτάνε στην άμμο, το απογευματάκι, μαζεύαμε τα μπαγκάζια μας στα ίδια σακ βουαγιάζ και περιμέναμε το συμφωνημένο ταξί να μας μεταφέρει πάλι στον Μαραθώνα για την επιστροφή στο σπίτι.
Παραδόξως ο αδελφός μου και εγώ δεν αισθανόμασταν ποτέ λυπημένοι που φεύγαμε.
Θεωρούσαμε την επιστροφή μια ακόμα περιπέτεια με το ταξί και τα ασφυκτικά γεμάτα λεωφορεία, στριμωγμένοι ανάμεσα σε τσάντες και ανθρώπους με την μύτη κολλημένη στο τζάμι να χαζεύουμε την εξοχή.
Το περασμένο Σάββατο πήγαμε ξανά στον Σχινιά για απογευματινό μπάνιο. Ήταν η μέρα που έκανε ψύχρα και είμαστε σχεδόν μόνοι μας στην παραλία.
Ο πατέρας δεν μπορεί βέβαια πια να κολυμπήσει στα 93 του και με τα σοβαρά προβλήματα υγείας που έχει και κοιτούσε την θάλασσα από μακριά.
Αλλά το μεσημέρι είχα τηγανίσει κεφτεδάκια και πήρα μερικά μαζί μου.
Έφαγε δυο τρία από το τάπερ και μετά μου είπε:
"Έπρεπε να είχαμε πάρει και ένα καρπούζι, να το βάζαμε στην θάλασσα να δροσερέψει"
To post είναι αφιερωμένο στην φίλη debby που αν και απέχει από το κρέας όσο μπορεί, θέλει να φτιάξει κεφτεδάκια για τον καλό της!
Ετικέτες recipies
Μετά απο τα σκωτσέζικα αυγά, τα κεφτεδάκια!
Σε ακολουθούμε στα παιδικά σου μονοπάτια όπου μάς παρασύρεις...(όπως ο γάτος ακολουθεί την μυρωδιά τών κεφτέδων στο τηγάνι).