Ο Αντώνης ήταν φίλος μας από χρόνια. Με τον Ν. μαζί στον στρατό και μετά όλοι μαζί και με την σύντροφό του την Κ.
Σαν να τον βλέπω τώρα μπροστά μου όπως τότε.
Ένας όμορφος μεγαλόσωμος άντρας.
Λάτρευε την γυμναστική, την θάλασσα, τις δύο μικρές του κόρες και βέβαια την Κ.
Το πρώτο που τον χαρακτήριζε ήταν η πληθωρική του προσωπικότητα. Μόλις έμπαινε σε ένα δωμάτιο η παρουσία του και μόνο το γέμιζε. Μιλούσε με πλατιές χειρονομίες, με τα μακριά φουντωτά μαλλιά του να ανεμίζουν, τις πιο πολλές φορές όρθιος, λες και δεν τον χωρούσε ο τόπος.
Οι περισσότεροι από τους φίλους δειλιάζαμε λίγο μπροστά του. Αφ΄ ενός από την ένταση της παρουσίας του αλλά και γιατί λίγοι από μας μπορούσαν να συναγωνιστούν τις γνώσεις του στην Ιστορία.
Ο Αντώνης – μεγαλύτερος από όλους μας, από τους πρώτους στο Πολυτεχνείο το 74 - ήταν μανιώδης καταναλωτής ιδεών, βιβλίων, τσιγάρων, φαγητού, κρασιού και sex.
Διάβαζε φιλοσοφία και Ιστορία αλλά και λογοτεχνία όλων των ειδών. Τα βιβλία της βιβλιοθήκης του είχαν καταντήσει κοινή περιουσία με όλους μας γιατί μας δάνειζε από μόνος του ότι του έκανε εντύπωση, χωρίς να νοιάζεται ποτέ να τα πάρει πίσω.
Το ίδιο έκανε φυσικά και με τις δικές μας βιβλιοθήκες.
Ήταν σε θέση να αφομοιώνει πληροφορίες και ιδέες, να τις αναλύει, να τις επεξεργάζεται και να τις αναδομεί με φοβερή ευκολία. Και συχνά μας άφηνε αμήχανους μπροστά στις θεωρίες του, στην αδυναμία μας να παρακολουθήσουμε τους δαιδαλώδεις δρόμους της σκέψης του. Όταν τις ανέπτυσσε σε κατάσταση έξαλλη, με το απίστευτο πληθωρικό του λόγο ή όταν διαφωνούσε για τα πολιτικά με τους παλιούς του συντρόφους, εμείς κάναμε λίγο πίσω και αρκούμαστε να τον ακούμε.
Επίσης ο Αντώνης ήταν μανιώδης καλοφαγάς έως απλός φαγάς. Την ώρα της πείνας του γουρλώναμε τα μάτια από τους φαγητικούς του συνδυασμούς. Μαρμελάδα με αντσούγιες, και καφές ανακατεμένος με κανελογαρύφαλλα ήταν από τους πιο απλούς συνδυασμούς και βέβαια υπήρχαν πάντοτε επαρκέστατες θεωρίες για να μας πείσει για την υπεροχή τους ενώ ταυτόχρονα μας λοιδορούσε για την ατολμία μας να τους δοκιμάσουμε. Είχε το δικό του μικροσκοπικό αμπελάκι και έφτιαχνε το δικό του κρασί με φοβερή επιτυχία κάνοντας οινοποιητικούς συνδυασμούς και καινοτομίες, που, όμως, πάντα έβγαιναν σε καλό.
Όπως είπα ήταν επίσης και μεγάλος καταναλωτής sex. Παρ' όλο που γνώρισε και παντρεύτηκε την σύντροφό του σε πολύ νεανική ηλικία η σχέση τους παρά τα συνηθισμένα σκαμπανεβάσματα διατηρούταν φρέσκια και ζωντανή ακόμα και όταν οι κόρες του έγιναν μεγάλες κοπέλες. Οι οποίες παρεμπιπτόντως τον αγαπούσαν τον εμπιστεύονταν και τον θεωρούσαν τον εκ βαθέων εξομολογητή και συμβουλάτορα τους.
Μιας και μιλάω τόσο πολύ για τον Αντώνη, δεν πρέπει να ξεχάσω να αναφέρω την αγάπη του για την θάλασσα. Όταν την κοίταζε νόμιζες ότι κοιτούσε λατρεμένη γυναίκα και όταν μιλούσε γι' αυτή έλεγε ότι "χάνεται στην αγκαλιά της".
Ακόμα και όταν τα χρόνια ήταν οικονομικά δύσκολα για την οικογένεια του, αυτός ονειρευόταν να αγοράσει ένα πλεούμενο. Και δεν εννοούσε απλά μια βάρκα, αλλά ένα σκάφος για να μπορεί να πηγαίνει σε κάθε λιμανάκι και ακτή χωρίς περιορισμούς.
Δεν θυμάμαι πως ακριβώς το φανταζόταν εκείνος, αλλά όλοι εμείς οι φίλοι τον φανταζόμαστε πάντα σε ένα ιστιοφόρο. Πάντως δεν νομίζω ότι θα τον ένοιαζε πολύ το είδος του σκάφους. Απλά να μπορούσε να σαλπάρει. Τίποτε άλλο.
Και βέβαια το πιο αγαπησιάρικο χαρακτηριστικό του που έκανε όλους εμάς να πίνουμε νερό στο όνομα του, ήταν ότι ο Αντώνης ήταν Φίλος. Ο πιο ανιδιοτελής, αυθόρμητος, καλός φίλος που μπορεί να επιθυμήσει κανείς. Ήταν κοντά μας στις καλές και τις κακές στιγμές χωρίς καθόλου να το ζητήσεις ή να το υπαινιχθείς. Απλά ήταν εκεί.
Με τα χρόνια ήρθαν έτσι τα πράγματα και έφτιαξαν τα οικονομικά της οικογένειας και ήρθε η τέλεια δουλειά, με τις τέλειες συνθήκες εκτός βέβαια από την απόσταση. Τα Σαββατοκύριακα έκανε τρελές κούρσες για να κατέβει στην Αθήνα ή ξεκινούσαν ταυτόχρονα και αυτός και η Κ. για μειώσουν τον χρόνο της διαδρομής και να συναντηθούν στην μέση της.
Φυσικά εμείς προσπαθούσαμε να αφήνουμε την οικογένεια να χαίρεται μόνη της τις πολύτιμες στιγμές.
.
.
.
Εκείνο λοιπόν το καλοκαίρι αποφασίσαμε να κάνουμε διακοπές όλοι μαζί. Τέτοιες μέρες τέλη Ιουνίου προγραμματίζαμε και κλείναμε ξενοδοχεία, και δελεάζαμε ο ένας τον άλλον στην ιδέα να νοικιάσουμε ένα μικρό ιστιοφόρο για μερικές μέρες, για να γυρίσουμε, όσο μας πάρει, το Ιόνιο.
Παραμονές της αναχώρησης με τα μπαγκάζια σχεδόν έτοιμα τηλεφωνήσαμε για τις τελευταίες λεπτομέρειες.
Το τηλέφωνο δεν απαντάει.
Το κινητό δεν απαντάει
Το σπίτι δεν απαντάει.
Στο γραφείο του μας παραπέμπουν στο σπίτι του.
Κανείς δεν απαντάει.
.
.
.
Βράδυ με την μικρή του κόρη στην Βόνιτσα.
Σινεμά, φαγητό, κουβέντα,
πόνος, πόνος, πόνος, ασθενοφόρο,
τρελή κούρσα της Κ. μέσα στην νύχτα στην Βόνιτσα,
εντατική, ρήξη ανευρύσματος αορτής, δεν υπάρχουν ελπίδες,
συγνώμη, σ' αγαπάω, θα προσέχω το φαγητό, θα κόψω το τσιγάρο, σ' αγαπάω,
παλεύει,
πέφτει η πίεση, εσωτερική αιμορραγία.
Ο Αντώνης πέθανε.
Το τηλέφωνο δεν απαντάει.
Όταν το έμαθα την άλλη μέρα, την τελευταία μέρα στην δουλειά πριν τις διακοπές έπαθα σοκ.
"Όχι ο Αντώνης !"
"Όχι αυτός ο άνθρωπος !"
Ήταν 49 ετών.
Ο θηριώδης άντρας που γέμιζε τα δωμάτια, ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο της περιοχής κάτω από μια απλή πλάκα, χωρίς σταυρούς, φωτογραφίες και θυμιάματα. Μόνο ένα καραβάκι έχει πάνω για να ταξιδεύει το ανήσυχο πνεύμα του και να παρηγορεί τα απαρηγόρητα δικά μας.
Φέτος κλείνουν 7 χρόνια.
Τον πρώτο καιρό καθόμαστε με την Κ. και λέγαμε πως αν δεν είχε πεθάνει αλλά είχε ταξιδέψει μαγικά σε μια άλλη διάσταση ή σε ένα άλλο πλανήτη, δεν θα πονούσε ο χαμός του τόσο πολύ.
Τουλάχιστον δεν θα υπήρχε στο σύμπαν το κενό της απουσίας του.
Δεν θα μιλήσω για το προφανές και απόλυτο της θλίψης που βυθίστηκε η οικογένεια.
Η παρέα ωστόσο έμοιαζε μουδιασμένη τον χρόνο που ακολούθησε. Στην αρχή η αμηχανία ήταν χειροπιαστή, το δωμάτιο άδειο, οι προσπάθειες να γεμίσει το κενό αδέξιες, αστείες και ανεπιτυχείς. Όλα έμοιαζαν κακέκτυπα.
Πέρασε πολύς καιρός για να συναρμολογηθούμε ξανά, να ξεθαρρέψουμε, να απλώσουμε τα πόδια, να αναδειχθούν οι υπόλοιπες προσωπικότητες που στεγάζονταν κάτω από την ομπρέλα του Αντώνη.
Εφτά χρόνια αργότερα ο χρόνος κλείνει σιγά σιγά την πληγή – αλλά όχι τελείως-
Ακόμα και τώρα όταν μας λείπει πολύ και δεν μπορούμε να αντέξουμε με τίποτα την απουσία του, σιωπάμε και μετά μουρμουρίζουμε:
Αχ βρε Αντώνη ! … ….
Με τον Ν. είμαστε μαζί περίπου 20 χρόνια και όλο αυτόν τον καιρό τον είχα δει να κλαίει μόνο μία φορά στην κηδεία του Αντώνη. Τον είδα άλλη μια φορά σήμερα το πρωί που διάβασε αυτό το ποστ.
Συγκινήθηκα. Πραγματικά σαν να ήταν και δικός μου φίλος.
Να είσαι γερή και να τον θυμάσαι όπως ήταν!