με την μαμά και τον Αντυ μικρούλη
Ο ύπνος κάτω από τα δέντρα ήταν φανταστικός. Σκεπασμένοι με κουβέρτες μέσα σε κουβερτένιους τοίχους, με τριζόνια και άλλους περίεργους θορύβους της νύχτας, δίπλα - δίπλα ο ένας στον άλλο, ο αδελφός μου και εγώ παλεύαμε ανάμεσα στην περιέργεια, τον φόβο, την έξαψη της περιπέτειας και την γλυκιά κούραση μετά τις ώρες στον ήλιο.

Το πρωί ξυπνούσαμε νωρίς, γιατί ήλιος και ζέστη έκαναν την φωλιά να καίει και οι μύγες άρχιζαν το χορό στα γυμνά μας χέρια και πόδια.
Συνήθως εκείνη την στιγμή ήταν που νοιώθαμε την αρχή του τέλους της περιπέτειας. Λες και η νύχτα που είχε περάσει είχε σπαταλήσει τον χρόνο μας και είμαστε πια πιο κοντά στην αναχώρηση παρά στην άφιξη.
Με την παιδική φιλενάδα Αριστέα (φυσική ξανθιά)
Βέβαια η μέρα τελικά αποδεικνυόταν πολύ μεγαλύτερη.
Ξεκινούσε με πρωινό, με φέτες ψωμιού με μέλι, βραστό αυγό και καφεδάκι στο καμινέτο οινοπνεύματος για τους μεγάλους.
Μετά, λίγη αναμονή για να "πάει το φαΐ κάτω" και βουτιά στη θάλασσα. Την εποχή που περιγράφω θαμουν δεν θαμουν 7-8 χρονών και ο αδελφός μου 3 χρόνια μικρότερος. Εκεί έμαθε να κολυμπάει από τον πατέρα βέβαια, που όντας δεινός κολυμβητής ανοιγόταν πολύ βαθιά και μας ήθελε μαζί του. Όταν ο μικρός έμαθε να κολυμπάει, πηγαίναμε οι τρεις μας στα άπατα και η μαμά φώναζε από την παραλία που λιαζόταν και έκανε αμμόλουτρα, όπως συνήθιζαν τότε, γιατί έκανε καλό σε κάποια απροσδιόριστη ασθένεια.
Μετά βγαίναμε και τρέχαμε στις κουκουναριές να μαζέψουμε κουκουνάρια και να εξερευνήσουμε το δασάκι.

Το μεσημεριανό φαγητό ήταν η καλύτερη στιγμή της μέρας. Στην σκιά των πεύκων με ζέστη και αεράκι, με τα μαγιό μισοβρεγμένα, τα μαλλιά κολλημένα από το αλάτι και τα χέρια και τα πόδια λερωμένα με άμμο και ξερές πευκοβελόνες, καθόμαστε στον μουσαμά και η μαμά άπλωνε το φαγητό.
Σαλάτα ντομάτα με το αγγουράκι της το κρεμμυδάκι της το λαδάκι της και το αλατάκι της –αλίμονο!- ετοιμαζόταν επί τόπου. Βραστά αυγά που τότε καταναλώναμε αφειδώς –προετοιμάζοντας το χολιστερινικό μας μέλλον - ψωμί, τυρί κασέρι, κονσέρβα με σαρδέλες και βέβαια κ ε φ τ ε δ α κ ι α!
Τα κεφτεδάκια αυτά φτιαγμένα την προηγούμενη και κλεισμένα προσεκτικά σε τάπερ –περήφανο απόκτημα του νοικοκυριού της μαμάς- ήταν το κυρίως φαγητό.

Μοσχοβολιστά αν και χθεσινά, έχουν χαραχτεί στην γευστική μου μνήμη σαν ένα από τα πιο νόστιμα φαγητά της ζωής μου. Ίσως να έχετε διαπιστώσει ότι τα περισσότερα τηγανητά φαγητά την άλλη μέρα έχουν ίσως και καλύτερη γεύση σε πείσμα των γευσιγνωστών που θα αποκήρυσσαν με τρόμο την ιδέα.
Ειδικά αυτά τα κεφτεδάκια καλοτηγανισμένα και λίγο στεγνά "για να μην χαλάσουν" μας έσπαγαν την μύτη και μόλις άνοιγε το αεροστεγές κάλυμμα του τάπερ ορμούσαμε γενναία.
Μιας και το ανέφερα, ο πατέρας είχε λύσει το πρόβλημα της συντήρησης των τροφών με ένα απλό τρόπο. Είχε φτιάξει ένα αυτοσχέδιο φορητό ψυγείο πάγου από φελιζόλ στερεωμένο με κολλητικές ταινίες για να διατηρεί το υπόλοιπο καρπούζι και τα λαχανικά της σαλάτας δροσερά και να συντηρεί υποτυπωδώς τα κεφτεδάκια. Αν και βέβαια, τότε, δεν υπήρχε και η υστερία που υπάρχει τώρα σχετικά με την ασφάλεια συντήρησης των φαγητών.
Κεφτεδάκια λοιπόν!
Υποθέτω ότι όλοι συμφωνούμε ότι τα καλύτερα κεφτεδάκια του κόσμου τα κάνει η δική μας η μαμά!
Να λοιπόν πως τα έφτιαχνε η δική μου για να θυμόμαστε οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεώτεροι. Οι αναλογίες είναι βέβαια όπως τα έφτιαχνε τότε η μαμά. Μην ξεχνάτε ότι η οικιακή οικονομία στα χέρια των μαμάδων που έχουν να θρέψουν δύο παιδιά στην ανάπτυξη και έναν χειρώνακτα άντρα, επιβάλλει μεγαλύτερες ποσότητες σε βάρος της γευστικής τελειότητας.