Και τι ξέρει από έρωτα η Ελπινίκη;
Μόλις δυο χρόνια πριν, πήγαινε στην έκτη δημοτικού με την μεγάλη δερμάτινη τσάντα της, την μπλε ποδιά και την λευκή ελαστική κορδέλα στα μαλλιά.
Μια καλή μαθήτρια επιμελής και προσεκτική στη συμπεριφορά της που πίστευε ακόμα ότι τα αγόρια είναι κάτι παράξενα ενοχλητικά πλάσματα που φωνάζουν και πέφτουν πάνω σου στο διάλειμμα και κοροϊδεύουν και φτύνουν στο πάτωμα.
Μετά, δύο χρόνια αργότερα που είχε μπει στη εφηβεία, φορούσε ακόμα στο Γυμνάσιο μπλε ποδιά και άσπρη κορδέλα στα μαλλιά αλλά άφηνε δίπλα στα αυτιά δύο τσουλούφια να κρέμονται κατσαρά, όπως η Μέμα Σταθοπούλου στις ταινίες.
Το γυμνάσιο της γειτονιάς ήταν μικτό ένα από τα πρώτα μικτά σχολεία που έγιναν μετά την μεταπολίτευση.
Και εκεί ερωτεύτηκε τρελά τον Τάσο, ένα χρόνο μεγαλύτερο που είχε χάσει χρονιά στο γυμνάσιο και ήταν συμμαθητές.
Ο έρωτας στο μυαλό της Ελπινίκης, ήταν η Μέμα Σταθοπούλου να περπατάει δίπλα στην θάλασσα με τον Θάνο Λειβαδίτη και στο τέλος του πλάνου να φιλιούνται διακριτικά ενώ ο φακός έκανε fade out.
Ήταν επίσης ζευγαράκια που πέρναγαν από την γειτονιά πιασμένα χέρι-χέρι ενώ οι γειτόνισσες κρυφοκοίταγαν και κουτσομπόλευαν.
Ο Τάσος από την άλλη καθόλου δεν την είχε προσέξει. Ο ίδιος με την αίγλη του μεγαλύτερου, δημοφιλής ανάμεσα στους συμμαθητές, έκανε παρέα με τα πιο εντυπωσιακά κορίτσια που είχαν περισσότερο θάρρος με τα αγόρια.
Και που έμοιαζαν φτυστά στην Μέμα Σταθοπούλου.
Η Ελπινίκη ήταν η πιο καλή μαθήτρια, το καμάρι των γονιών, των καθηγητών της και της γεροντοκόρης Θεολόγου στο σχολείο αφού είχε το μυαλό της συγκεντρωμένο στην μελέτη και δεν "κουνιόταν" όπως έκαναν οι άλλες.
Παρ όλα αυτά ήταν ολωσδιόλου απροετοίμαστη για τις αλλαγές της εφηβείας και μόλις αντίκρισε για πρώτη φορά τον Τάσο, ψηλό, μελαχρινό, όμορφο και ενδιαφέροντα, ένοιωσε να χάνει τον κόσμο κάτω από τα πόδια της. Kαι έμοιαζε και του Θάνου Λείβαδίτη!
Ωστόσο η Ελπινίκη βιώνοντας το πρώτο της καρδιοχτύπι και πολύ δειλή για να εκδηλωθεί, περιοριζόταν να τον κοιτάει από μακριά, να αποτυπώνει τα χαρακτηριστικά του στα κρυφά όταν εκείνος δεν την έβλεπε και να ονειρεύεται. Οι μόνες ευκαιρίες για να είναι κοντά του ήταν στο σχολείο, στα διαλείμματα και στην εκκλησία τις Κυριακές.
Εκεί που ποτέ δεν είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον για τα θεία, ξαφνικά προς μεγάλη ευχαρίστηση της μαμάς της, κάθε Κυριακή παρακολουθούσε την λειτουργία στην εκκλησία της ενορίας τους για δύο λόγους. Ο ένας ήταν ότι η οικογένεια του Τάσου έμενε σε ένα σπιτάκι πάνω στην διαδρομή από το σπίτι της στην εκκλησία –ευκαιρία να ρίξει μια κλεφτή ματιά-. Ο άλλος ήταν ότι και ο ίδιος παρουσιαζόταν συχνά στην λειτουργία παρέα με τον ξάδελφο και τους φίλους του, πιο πολύ σαν ευκαιρία για έξοδο από το σπίτι και κυριακάτικες βόλτες, παρά για τον ίδιο τον εκκλησιασμό.
Αχ! τι μεγάλη ευχαρίστηση να τον κρυφοκοιτάει την ώρα που έβγαινε από την εκκλησία με την άκρη του ματιού. Μερικά δευτερόλεπτα μόνο έφταναν για να χορτάσουν τις απλοϊκές ανάγκες της για όλη την ημέρα μέχρι την Δευτέρα που τον έβλεπε πάλι στο σχολείο.
Ούτε λόγος ότι γέμιζε τα τετράδια και τα βιβλία της με καρδούλες τρυπημένες με βέλη ζωγραφισμένα με μπλε και μαύρα στυλό και βέβαια τα αρχικά των ονομάτων τους δίπλα-δίπλα Τ+Ε=LOVE , μαζί και λουλούδια και αστεράκια.
Εκείνη την άνοιξη του '76, το Πάσχα έπεφτε αργά. Και η νύχτα της Ανάστασης ήταν ζεστή και μυρωδάτη. Η οικογένεια της Ελπινίκης μαζεύτηκε για την καθιερωμένη βόλτα μετά θεαμάτων στην αυλή της εκκλησίας, για να πάρουν το Άγιο Φως και να επιστρέψουν στα γρήγορα ένα τέταρτο αργότερα για την αναστάσιμη μαγειρίτσα της μαμάς. Με τα κεριά και τις λαμπάδες στα χέρια κατηφόρισαν τον δρόμο προς την πλατεία και η Ελπινίκη κρυφοέριξε μια ματιά στην αυλή του Τάσου περνώντας απ' έξω. Και η δική του οικογένεια με τις λαμπάδες και τα κεριά ετοιμαζόταν να πάει στην Ανάσταση. Οι μεγάλοι, γείτονες που γνωρίζονταν από παλιά, αντάλλαξαν ευχές και φιλιά όση ώρα εκείνη κοιτούσε με προσήλωση τις άκρες των παπουτσιών της. Γιατί μπορεί να ήθελε να κοιτάζει τον έρωτα της, αλλά όχι δεν τολμούσε ποτέ να τον κοιτάξει στα μάτια.
Καθώς οι δύο οικογένειες κατηφόρισαν μαζί προς την εκκλησία, η μικρή νόμιζε ότι κολυμπούσε σε ένα παχύρρευστο υγρό που τα ρεύματα του την οδηγούσαν όπου ήθελαν
Τα "Πως περπατάς σαν μεθυσμένη παιδί μου" και "σήκωσε το κεφάλι σου Νίκη" της μαμάς, που ανύποπτη για το τι συνέβαινε στην καρδούλα της, πετάγονταν αιχμηρά και ανυπόμονα, μόνο να χειροτερέψουν την κατάσταση μπορούσαν. Αισθανόταν να καίνε τα μάγουλα της και μαζί να παγώνουν από το νυχτερινό αεράκι καθώς ανέμιζαν οι τούφες δίπλα στα αυτιά της.
Ο Τάσος από την άλλη, πέντε-έξι βήματα πιο πέρα φάνηκε κάτι να καταλαβαίνει. Ίσως η πονηράδα και η αυταρέσκεια ενός 15χρονου να είναι τόσο αυξημένα που να ξετρυπώνουν το μυστικό μιας δειλής καρδούλας που χτυποβροντούσε κοντά του.
Η Ανάσταση έγινε, εκεί στην άκρη της πλατείας της εκκλησίας, έψαλαν όλοι μαζί το Χριστός Ανέστη, είπαν τις καθιερωμένες ευχές και "Χριστός Ανέστη" και "Αληθώς ο Κύριος" και "Καλό Πάσχα να έχετε με υγεία". Όλοι, μικροί μεγάλοι, αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν σταυρωτά.
Η Ελπινίκη στην σαστιμάρα της δεν κατάλαβε τίποτα από όλα αυτά. Μόνο όταν είδε το κεφάλι του Τάσου ένα μπόι πιο ψηλό από το δικό της να σκύβει προς το μέρος της με ένα μικρό κοροϊδευτικό χαμόγελο στα χείλη, αποσάστισε τελειωτικά.
Ένοιωσε την μυρωδιά της ΑκουαΒέλβα που φορούσε πάνω στο πρώιμα ξυρισμένο χνούδι του πάνω χείλους του, και την αφή του μάγουλου του πάνω στο δικό της. Ήταν οι μόνες αισθήσεις που λειτουργούσαν ακόμα, αφού ένα σύννεφο έκοβε την όραση της, μπούκωνε την ακοή της και στέγνωνε το στόμα της.
Ίσως να την άγγιξε με τα χείλη του, ίσως να της χαμογέλασε, ίσως να της είπε μια ευχή. Αργότερα δεν μπόρεσε να θυμηθεί τίποτα. Το μόνο που άκουσε τελικά ήταν οι κραυγές της μαμάς που τρομαγμένη προσπαθούσε να σβήσει την φωτιά που ακουμπούσε στην άκρη της τούφας δίπλα στα αυτιά της. Καθώς χανόταν στην στιγμή της παραζάλης της, η φλόγα της λαμπάδας την ακούμπησε και παραλίγο να γίνει μεγάλο κακό.
Η όσφρηση της έχασε την Ακουαβέλβα και γέμισε με μυρωδιά καμένου μαλλιού.
Η όραση της εντόπισε μόνο το αντικείμενο του έρωτά της να έχει διπλωθεί στα δύο από τα γέλια.
Η ακοή της γέμισε με παρατηρήσεις που δεν ήταν πιο προσεκτική.
Τα χέρια της πασπάτεψαν τα τραχιά αποκαΐδια από την καμένη μπούκλα της.
Και το στόμα της, εκτός από ξερό, είχε γίνει τώρα και πικρό.
Όταν γύρισε σπίτι, “Τι! Δεν θα κάτσεις στο τραπέζι μαζί μας;”, “Είμαι άρρωστη μαμα..”.
Με τα μάτια γεμάτα από την εικόνα του να γελάει μαζί της, κλείστηκε στο δωμάτιο της. Πήρε όλα τα βιβλία και τα τετράδια της και με τα καφτά δάκρυα να της μουσκεύουν τα μάγουλα, πρόσθεσε σε κάθε καρδούλα που είχε ζωγραφίσει, δύο σταγόνες εκεί που την πλήγωνε το βέλος. Με κόκκινο στυλό.
Η Ελπινίκη ποτέ, στα χρόνια που πέρασαν δεν κατάφερε να μιλήσει με τον Τάσο, πολύ περισσότερο να του μιλήσει για τα συναισθήματα της. Επίσης δεν εξομολογήθηκε ποτέ τον έρωτα της σε φίλες και συμμαθήτριες. Υπήρξε το πιο καλά κρυμμένο μυστικό της ζωής της.
Εν τω μεταξύ πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσε, σπούδασε, εργάστηκε, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά.
Τον Τάσο τον έβλεπε που και που, μέχρι που τελείωσε το Λύκειο και μετά χάθηκαν. Άλλαξε γειτονιά και η οικογένεια του, χώρισαν οι δρόμοι τους.
Ερωτεύτηκε ξανά;
Κανείς δε ξέρει.
Σίγουρα δεν ερωτεύτηκε έτσι.
Φέτος παρακολούθησε την Ανάσταση για άλλη μια φορά μαζί με τον άντρα της και τους δύο γιους της, με τις λαμπάδες και τα κεριά στα χέρια, με τις ευχές και τα σταυροφιλήματα, και τα “Προσέχετε τα κεριά!”.
Όπως πάντα τέτοια μέρα εδώ και τριάντα χρόνια είχε μαζεμένα σε σφιχτή κοτσίδα τα μαλλιά της. Και στην γωνία της πλατείας κοντά στην εκκλησία ένοιωσε την ίδια ανατριχίλα που είχε νοιώσει τότε.
Όπως πάντα, τέτοια μέρα, εδώ και τριάντα χρόνια.
Ετικέτες sort stories
Άσχετο, αλλά
δείτε αν θέλετε, αυτό!
Σας προειδοποιώ όμως πως θα σοκαριστείτε... Φροντίστε να έχετε χρόνο στη διάθεσή σας, γιατί είμαι βέβαιη πως θα θελήσετε να διαβάσετε & τα προηγούμενα posts.
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!
ΥΣ: ΣΥΓΝΩΜΗ αν σας ψυχοπλάκωσα, μα αυτά συμβαίνουν σήμερα στη χώρα μας...