Πέμπτη, Μαρτίου 29, 2007
Εωράκαμεν τους ληστάς

O Γιαννάκης ο κλέφτης στην μελλοντική καριέρα του!



O Γιαννάκης ο κλέφτης, δυο χρονάκια έμεινε μέσα και μόλις βγήκε από τη φυλακή ανηφόρισε για το χωριό.
Από μικρός στην παρανομία, μια κλεμμένη κότα εδώ, το μπροστάρικο αρνί του Κωνστσντή του καμπούρη, το παγκάρι στην εκκλησία, στα αμπέλια και στις ελιές, έκανε συστηματικά τις τραβηχτικές του.
Αλλά πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό και την μια πέφτει και σπάει.
Τον μαγκώσανε και τον μπουζουριάσανε.
Τρία χρονάκια του ρίξανε και στα δύο τον αμολήσανε λόγω καλής διαγωγής.
Σαν έφτασε στο χωριό, οι χωριανοί τον κοιτάγανε με μισό μάτι. Μαζεύανε τις κότες τους και τα ζώα τους, και όταν τον βλέπανε γυρίζανε από την άλλη.
Η μάνα του έφυγε όσο ήταν στη φυλακή. Ο πατέρας του είχε χαθεί όταν ήτανε μικρός, κι αυτός μπαινόβγαινε στις φυλακές, τι να πεις το μήλο κάτω από την μηλιά θα πέσει.
Ο Γιαννάκης τα πέρναγε δύσκολα, ένας άντρας μόνος του και η Ασήμω η αρραβωνιάρα του, είχε πια παντρευτει εκείνο το φιόγκο τον Παναγιώτη, που η μάνα του είχε το πρώτο βιός σ όλα τα τριγύρω χωριά.
Στην αρχή άρχισε να ψάχνει δουλειά στα χωράφια και στ' αμπέλια. Τον λυπόταν κανένας και έκανε κανένα μεροκάματο που και που.
Αλλά δεν τα έβγαζε πέρα.
Όταν ξανασυναντήθηκε με τον Χαραλάμπη της Βασίλαινας, φίλοι από παιδιά, κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι.
Αχαΐρευτος και ανεπρόκοπος και τούτος, παντρεμένος, με τρία κουτσούβελα παρατημένα στην τύχη τους, τα έτσουζε στο καφενείο και ανάμεσα σε δύο τσίπουρα, κλαιγόταν πόσο δύσκολη είναι η ζωή.
Οι δυο τους λοιπόν, ένα βράδυ με φεγγάρι μετά από τσιπουροκατάνυξη με το στομάχι άδειο κατηφόριζαν για τα σπίτια τους. Περνώντας μπροστά από το σπίτι της νοικοκυράς της Ασήμως, και φουρκισμένος με τις αδικίες της ζωής όπως ήταν ο Γιαννάκης κάνει μια και πηδάει το μαντράκι στην αυλή της.
Ήθελε πολύ να της πετάξει μια πέτρα στο παράθυρο αλλά έτσι όπως καθόταν αναποφάσιστος άκουσε το φουρφούρισμα από τις κότες στο κοτέτσι.
Ο Χαραλάμπης που τον είχε ακολουθήσει πλησίασε σκυφτός.
Το κοτέτσι μεγάλο και καλοφροντισμένο, είχε μια πορτούλα στερεωμένη με σύρμα. Άπλωσε το χέρι και την κούνησε. Από μόνη της σχεδόν άνοιξε αυτή.
Χώθηκαν με τον Γιαννάκη μέσα.
Στα ράφια οι κότες κοιμισμένες δίπλα δίπλα, μια δύο κλώσες καλοβολεμένες στα κουτιά τους, μερικές πουλάδες και ο μπιρμπίλης ο κόκορας που είχε ήδη ξυπνήσει για να επιβλέψει τη φαμίλια του.
Έτσι δα έκαναν οι δύο φίλοι κι άρπαξαν από δύο πουλάδες ο καθένας.
Για πότε βγήκαν από το κοτέτσι, για πότε πήδηξαν ξανά το μαντράκι για πότε το έβαλαν στα πόδια κόβοντας δρόμο από τα χωράφια κανείς δεν είδε.
Στο σπίτι άκουσαν την φασαρία που το αφεντικό του κοτετσιού έκανε για την τιμή των όπλων που τον πιάσανε στον ύπνο, βγήκαν με τα νυχτικά τους, άναψαν φώτα, έβρισαν τους κλεφτοκοτάδες και έκαναν τόσο σαματά που ξύπνησε όλο το χωριό.
Οι δύο φίλοι πάλι μακριά πια από τον τόπο του εγκλήματος έτρεχαν στα χωράφια. Ο Γιανάκης ο κλέφτης, πάνω στον φόβο να τον ξαναμαγκώσουν έχασε την μια από τις κότες στο δρόμο. Ο Χαραλάμπης έχασε κι αυτός την μια δική του σαν περδουκλώθηκε στα πουρνάρια ενός φράχτη. Τελικά με δύο από τα λάφυρα στα χέρια χώθηκαν στο σύδεντρο δίπλα στο χωράφι του παπά κοντά στη λίμνη και μάνι-μάνι έκοψαν τις δύο κότες για να μην κακαρίζουν.
Οι χωριανοί, μετά την φασαρία, ξαναμπήκαν στα σπίτια τους, αξημέρωτα ήταν ακόμα. Στο σπίτι της Ασήμως, μετά την πρώτη ταραχή ησύχασαν τα πράγματα, έλειπε και ο Παναγιώτης για δουλειές στην Αθήνα, που να τρέχουν οι γυναίκες να κυνηγήσουν τον κλέφτη. Πρωί-πρωί όμως πήγαν στη Χωροφυλακή και κάναν τα παράπονα τους.
Εκείνο το πρωί οι δύο χωροφύλακες της περιοχής μαζί με τον αγροφύλακα επισκέφτηκαν τον συνήθη ύποπτο στο σπίτι του. Το οποίο βέβαια βρήκαν άδειο και τα πειστήρια του εγκλήματος, πορτοκαλιά φτεράκια, να στολίζουν τους θάμνους τριγύρω. Μετά ξαμολήθηκαν στα πέριξ για να βρουν τους δύο φίλους που χορτασμένοι από την ολονύχτια ευωχία είχαν την εξυπνάδα να το σκάσουν πρωί πρωί στο δάσος και μετά να ζητήσουν την τύχη τους σε άλλες γειτονιές.

Την αστυνομική αναφορά μου την έστειλε η morgana.

Η πρώτη φωτό είναι προϊόν επεξεργασίας με το αγαπημένο μου φώτοσοπ.

Οι κότες είναι κούκλες από μόνες τους γι' αυτό δεν τις πείραξα.

Προσθέτω το σχόλιο της just me.
Θα έπρεπε να το είχα σκεφτεί και εγώ!

just me said...
..ενώ ένα σημερινό, μορφωμένο και γλωσσομαθές όργανο της τάξης θα έκραζεν εις άπταιστον αγγλικήν:"Πουτ δε κοτ ντάουν, νάου!" και θα τους αιφνιδίαζαν τους κλέφτες.

Ετικέτες

 
posted by ralou at 4:56 μ.μ. | Permalink |


21 Comments:


usefull  View My Public Stats on MyBlogLog.com