Δευτέρα, Ιουνίου 03, 2013
Οταν η λωριδα ταχειας κυκλοφοριας ειναι κλειστη λογω... εργων!

-Αυτό είναι οξυγόνο, πάρτε βαθιές ανάσες και θα σας ρίξουμε τη νάρκωση.
Κοιτάω πανικόβλητη -όχι περιμένετε, δεν είμαι έτοιμη ακόμα!- μια μαύρη μάσκα που πλησιάζει αλλα δεν καλύπτει το πρόσωπο μου και ένα δροσερό ρεύμα αέρα να με χτυπάει.
-Ζαλίζομαι...
-Έτσι πρέπει μην ανησυχείτε είναι η νάρκωση. Τώρα θα κοιμηθείτε.
Μαύρο.
Δηλαδή όχι μαύρο. Το μαύρο το λέω εκ των υστέρων.
Απλά ανυπαρξία.
Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να βιώσω όσο πιο πολύ μπορούσα την διαδικασία της νάρκωσης που θα περνούσα για πρώτη φορά στη ζωή μου.
Όχι ότι φοβόμουν ότι «δεν θα ξυπνήσω». Αλλά αυτή η αίσθηση της πλήρους απώλειας συνείδησης με τρόμαζε.
Δεν είναι σαν τον ύπνο. Όταν κοιμάμαι, ξυπνάω με το παραμικρό στην ουσία γλυστράω συνέχεια ανάμεσα στον ύπνο και την εγρήγορση απαλά όμως, όχι βίαια. Είναι το πιο φυσικό πράγμα για μένα.
Στην πραγματικότητα μοιάζει με την συμπεριφορά ενός άπειρου οδηγού στην εθνική. Τρέχει σταθερά στην μεσαία λωρίδα αλλά όλο και φλερτάρει με την ταχεία αριστερή, μπαίνει για λίγο, πατάει το γκάζι, βλέπει άλλο αυτοκίνητο να έρχεται από μακριά και γυρίζει στην μεσαία και μετά, στην κατηφόρα, ξαναμπαίνει στην αριστερή και ξαναπατάει γκάζι αλλά πάλι για λίγο.
Ο ύπνος μου είναι η μεσαία λωρίδα και η εγρήγορση η αριστερή.
Στα διαστήματα εγρήγορσης –ενα δευτερόλεπτο? δυο?- προλαβαίνω να θυμηθώ μια εικόνα από το όνειρο που είδα – που κατά πάσα πιθανότητα θα έχω ξεχάσει μέχρι το πρωί- ή να ακούσω ήχους από τον καιρό έξω, η ένα αδιευκρίνιστο θρόισμα, αλλά όλα κρατάνε τόσο λίγο που δεν προλαβαίνω να τα εξερευνήσω η να με κάνουν να ανησυχήσω.

Συνέρχομαι από την νάρκωση μέσα σε μια στιγμή από ένα μπατσάκι που αισθάνομαι στο μάγουλο, τέσσερις φωνές πάνω από το κεφάλι μου –ολες γυναικείες- ουρλιάζουν ταυτόχρονα στο αυτί μου «Ξύπνα»... «Ανοιξε τα μάτια σου»... «ανάσανε»... «ανάσανε βαθεια»... «Εδώ! Μην κοιμηθείς!»... «εισαι καλά?»... «με ακούς?» 
Ένας ήχος βουμ-βουμ-βουμ ακούγεται από πίσω, ήχος καρδιάς όπως αυτός που ακούμε στις σκηνές απο χειρουργεία στις ταινίες και ενα μικροσκοπικο κροκοδειλάκι μου δαγκώνει τον δείκτη του δεξιού μου χεριού.
Απαντάω σε όλες αυτές τις ερωτήσεις και κάνω ακριβώς ότι μου λένε άμεσα και γρήγορα, τι έχουν πάθει και δεν με ακούνε?!
Η μια έχει μια στριγκιά φωνή και θέλω να της ρίξω μια μπούφλα να σταματήσει, άλλα με έχουν δέσει στο χειρουργικό τραπέζι και τα χέρια μου είναι περιορισμένα.
-Ορίστε που φοβόσουν! Δεν ήταν τίποτα! Και να το συνηθίσεις γιατί από δω και πέρα θα σε έχουμε συχνή πελάτισσα!
Θέλω να την μπουφλιάσω κι αυτή για το πατρονάρισμα, αλλά το δεύτερο μέρος της φράσης της με κάνει να το ξανασκεφτώ.
Με τσουλάνε εκτός χειρουργείου, και βλέπω τα πανομοιότυπα φώτα οροφής να περνάνε πάνω από το κεφάλι μου καθώς διασχίζουμε τον διάδρομο. Πάλι όπως σε κάτι σκηνές απο το παλιό Ελληνικό σινεμά.
Με παρκάρουν δίπλα σε ένα άλλο φορείο, ένα ανθρώπινο κορμί ακουμπισμένο επάνω, άντρας, γυναίκα, γέρος, νέος, δεν μπορώ να καταλάβω, απλά άλλο ένα πλάσμα που ξυπνάει κι αυτό από την νάρκωση.

Έτσι λοιπόν τώρα ξέρω ότι η νάρκωση πριν το χειρουργείο δε είναι καθόλου μα καθόλου σαν ύπνος.
Είναι ενα μαύρο κενό πράγμα. Ένα απόλυτο Τίποτα που όμως δεν καταλαβαίνεις οτι ειναι Τίποτα.
Ήθελα να το βιώσω για να σκεφτώ πόσο πολύ μοιάζει με τον Θάνατο.
Πίστευα ότι ο θάνατος είναι σαν να κατεβάζεις ενα διακόπτη. Τώρα Φως. Μετά Σκοτάδι.
Αλλά δεν πρέπει να είναι έτσι. Στην ουσία δεν πρέπει να καταλαβαίνεις το Σκοτάδι. Άπλα δεν υπάρχει τίποτα. Αλλά κι αυτό δεν το συνειδητοποιείς!
Ωραία!
Ησύχασα τώρα.

Πάντως εεε... να... θα το ομολογήσω εδώ... κι ας φανεί κάπως...
Ο μεγαλύτερος φόβος μου ήταν ακριβώς μην τυχόν δεν υπάρχει αυτό το Τίποτα που ελπίζω.
Μήπως είμαι τόσο φριχτά παραπλανημένη και θα έβλεπα τον εαυτό μου να υπερίπταται του χειρουργικού τραπεζιού όπου το σώμα μου θα ήταν ξαπλωμένο και μετά ενα φως δυνατότερο από τους χειρουργικούς προβολείς να με τραβάει και ενα ατέλειωτο τούνελ και τις μορφές των αγαπημένων μου νεκρών να με καλούν από το βάθος στην πόρτα του Καθαρτήριου  «Ελα! Ελα!» ή «Γυρνα πίσω, δεν ήρθε ακόμα η ώρα σου» !!!
Ξέρετε.. τέτοια γραφικά που επίσης βλέπουμε σε ταινίες.
Ωωω! Θα είχα απογοητευτεί τόσο πολύ! Και όχι τίποτα άλλο  αλλά δεν θα είχα ούτε καν προλάβει να μετανοήσω για τα κρίματα μου...

Χμ... Μάλλον πρέπει να σταματήσω να βλέπω ταινίες!
Αν και τώρα που το σκέφτομαι... σε λίγο καιρό θα σταματήσω να μπορώ να ΔΩ οτιδήποτε.

Χαχα! Ουδέν κακόν αμιγές καλού
Ετσι δεν λένε?!

Ετικέτες ,

 
posted by ralou at 12:43 μ.μ. | Permalink | 5 comments
Παρασκευή, Ιανουαρίου 18, 2013
Τα γοβάκια


«Σου είπα να τα  πετάξεις αυτά τα  παπούτσια!
Δεν είναι σταθερά και θα χάσεις την ισορροπία σου!
Να πάρεις ένα ζευγάρι αθλητικά με ανατομικό πέλμα για να στηρίζεσαι καλά!»
«Ναι... αλλά...»
Ο Τάσος ο Μουρίκης, ο καλός μου ο Ορθοπεδικός Χειρουργός που μου αντικατέστησε και τις δυο αρθρώσεις των ισχίων μου που είχαν διαλυθεί, με κοιτάει αυστηρά για πολλοστή φορά και εγώ προσπαθώ επί ματαίω να του εξηγήσω...
Μετά κοιτάζω κι εγώ τα άσπρα ξοφτερνα γοβάκια μου, τα πόδια μου ασφυκτιούν εκεί μέσα, πρησμένα από την πολύμηνη ακινησία αλλά... εγώ δεν τα αποχωρίζομαι!
Είναι μπεζ δερμάτινα καλοκαιρινά γοβάκι διάτρητα και με ένα ελάχιστον μικρο τακούνι, μόλις 2-3 εκατοστών. Δεν φορούσα ποτέ ψηλά τακούνια.
Τα αγαπάω αυτά τα γοβάκια... Είναι ο τελευταίος κρίκος που με συνδέει πια με την γυναικεία φιλαρέσκεια, σε όλα τα άλλα θέματα έχουμε χωρίσει τα τσανάκια μας εδώ και τέσσερα-πέντε χρόνια περίπου που, πια, δεν μου χρησίμευε σε τίποτα.
Είναι κάπως αστείο έτσι που περπατάω πάνω τους, ρίχνοντας το βάρος μου από το ένα πόδι στο άλλο εναλλάξ, με το βάδισμα του πιγκουίνου.

Η αν θέλετε με το βάδισμα των ηλικιωμένων με αρθρίτιδα.

Χμ... θυμάμαι πόσο πολύ αγαπούσα το περπάτημα όταν μπορούσα να περπατάω σαν άνθρωπος κάποτε. Με ταχύ σταθερό βήμα, το ένα πόδι μπροστά από το άλλο, σχεδόν αισθανόμουν να πλέω στο χώρο, νικήτρια και τροπαιοφόρος. Και με μια τεράστια συλλογή από παπούτσια, χαμηλά συνήθως για την δουλειά και την βόλτα, πιστούς αρωγούς.
Ε... ναι λοιπόν! Μπορεί να μην είχα την συλλογή της Ιμελντα Μάρκος αλλά, ας είναι καλά οι Κινέζοι, δυο τρεις μεγάλες παπουτσοθηκες τις είχα γεμίσει.
Αλλά έχει περάσει καιρός από τότε. Για χρόνια χάθηκε η δυνατότητα να περπατάω, χάθηκε και η απόλαυση μιας ομαλής ρέουσας κίνησης στο χώρο και έμειναν μόνο οι πόνοι.
Τα γοβάκια παροπλίστηκαν, μαζί με τα αθλητικά, τις μπαλαρίνες και τα waking shoes που κοσμούσαν την συλλογή μου.
Όλα τα πέταξα, ένα ένα ζευγάρι, όταν εγκλωβίστηκα στο σπίτι για χρόνια, παρέα με ένα σωρό παντόφλες ξεχειλωμένες κι αυτες απο το στραβό μου βάδισμα.
Ωστόσο αυτό το ζευγάρι τα μπεζ καλοκαιρινά γοβάκια επέζησαν του ολοκαυτώματος και είχαν μείνει στην ντουλάπα σαν φάρμακο που ίσως είχε φτάσει η ημερομηνία λήξης του αλλά δεν το πετάς, από ευγνωμοσύνη για την ανακούφιση που σου πρόσφερε κάποια άλλη εποχή.
Οπως είπα, ήταν το τελευταίο πράγμα που με συνέδεε με την γυναικεία φιλαρέσκεια. Να περπατώ, έστω και με κόπο, εστω και με το βάδισμα του πιγκουίνου και αυτά να με μεταφέρουν, με τα τακουνάκια τους, τακ-τακ τακ-τακ, πάνω στα πλακάκια του σπιτιού και στις πλάκες των πεζοδρομίων.
Ο ξεχασμένος ήχος ενός γυναικείου κομψού βαδίσματος.

Ο καλός μου ο γιατρός όμως δεν μπορεί να το καταλάβει αυτό.
Εκείνος βλέπει μια ασθενή που επιβάλλεται να έχει καλή στήριξη και καλή ισορροπία.
Τουλάχιστον μέχρι το  μυαλό και το κορμί να πειστούν ότι το τιτάνιο των δυο τεχνητών αρθρώσεων είναι καλά δεμένο στα κόκαλα μου και να αρχίσω να περπαταώ πάλι σαν άνθρωπος.
Αγόρασα λοιπόν ένα καινούριο ζευγάρι φλατ αθλητικά παπούτσια που ωστόσο να μοιάζουν όσο το δυνατόν λιγότερο με αθλητικά, τα φόρεσα και... όπως ήταν φυσικό αισθάνθηκα πιο άνετα και σταθερά μ αυτά –ο γιατρός μου είχε, όπως πάντα, δίκιο-
Στην τελευταία μου επίσκεψη στο νοσοκομείο τα φόρεσα και έφυγα από το σπίτι με τα μπεζ γοβάκια μου, εγκαταλελειμμένα πίσω... ένας ακόμα κρίκος, ο τελευταίος, έσπασε.
Είμαι πια μια ανάπηρη και με την βούλα.
Φυσικά δεν τα λέω αυτά στο γιατρό μου!
Απλά του δείχνω τα αθλητικά μου –με θιγμλενη αξιοπρέπεια αλλά και παραιτημένη-, «ειδες? συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις» και εκείνος κουνάει το κεφάλι του ικανοποιημένος.

Όλοι μου λένε ότι σύντομα θα είμαι περδίκι και θα ξαναβρώ τα γοβάκια μου και θα περπατάω κανονικά και τους πιστεύω –αν και όχι με το ένα πόδι μπροστά από το άλλο, αυτό απαγορεύεται-
Όλοι μου λένε ότι στην ηλικία μου δε επιτρέπεται να το βάζω κάτω και τους πιστεύω - αν και οι νέες βιονικές μου αρθρώσεις έχουν συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης-
Όλοι μου λένε ότι η κατάθλιψη θα τελειώσει κάποια στιγμή και θα ξαναβρώ τον εαυτό μου και τους πιστεύω –αν και... κατάθλιψη? Ποια κατάθλιψη? Χα! Είμαι δυνατή εγώ!-
...
...
...
...

Είχα να γράψω καιρό στο μπλογκ, το μυαλό μου είναι κάπως σκουριασμένο και αν και κάποια παλιά φίλη μου  είχε γράψει σε σχόλιο κάποτε, ότι... «γράφοντας έρχεται η όρεξη» εγώ τα νιώθω τα τριξίματα ξεκάθαρα.
Οοοοχι! Όχι στις καινούριες αρθρώσεις μου! Αλίμονο.
Αυτές θα σκουριάσουν πολύ αργότερα από όσο θα ζήσω εγώ, είμαι σίγουρη για αυτό.
Ομως θα προλαβω να τα ξαναφορέσω τα γοβάκια μου!
Το υποσχομαι!

Ετικέτες ,

 
posted by ralou at 11:00 μ.μ. | Permalink | 4 comments
Πέμπτη, Αυγούστου 02, 2012
Hospital Tales απο την Νεα (πληρως) Βελτιωμένη, (πληρως) Βιονική Ralou

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΙΟΥΝΙΟΣ 2012
Αυτές οι ιστοριούλες από την δεύτερη παραμονή μου στο Νοσοκομείο και την δεύτερη επέμβαση για ολική αρθροπλαστική του δεξιού ισχίου μου είναι αφιερωμένες στον καλό μου τον γιατρό Τάσο Μουρίκη, Ορθοπεδικό Χειρουργό, και όχι μόνο για την ιατρική του ικανότητα και επιδεξιότητα.
(Για να ξέρετε, χρειάστηκε να λειτουργήσει ως άλλος... Μαγκάιβερ και να βρει λύσεις για να αναπληρώσει τις ελλείψεις υλικών που υπάρχουν πια στα Νοσοκομεία)

Να ‘μαι λοιπόν στο Νοσοκομείο για την δεύτερη επέμβαση μου.
Να πω ότι δεν είχα φοβηθεί... θα πω ψέμματα.
Στην πρώτη επέμβαση, είχα πάει άνετη και ψύχραιμη λόγω άγνοιας και αποδείχτηκε μια τραυματική εμπειρία, με τις πολλές ημέρες υποχρεωτικής ακινησίας πάνω στο κρεβάτι, πράγμα που έκανε κακό και στο κορμί και στο μυαλό μου.
Πήγα λοιπόν τρομοκρατημένη και καθόλου σίγουρη ότι θα τα καταφέρω να επιβιώσω, τουλάχιστον ψυχολογικά.
Ηταν και η ζέστη πολλή και αυτό από μόνο του δημιουργούσε τρομακτικές εικόνες ενός θαλάμου που βράζει, αφού συνηθως οι άλλοι άνθρωποι –ηλικιωμένοι συνηθως σε τετοιες κλινικές- θέλουν υψηλότερες θερμοκρασίες απο μένα.
Οπως και την προηγούμενη φορά, έπεσα εξω σ αυτά που φοβόμουν και με βρήκαν άλλα που δεν υποψιαζόμουν.
Ας ειναι...
*
1/15 ΦΕΡΑΡΙ
Από Πέμπτη μέχρι την επόμενη Παρασκευή, εφτά μέρες φουλ πανσιόν πριν την επέμβαση στο Νοσοκομείο, τα πράγματα δυσκολεύουν. Ζέστη, ένα κλιματιστικό που υπολειτουργεί, ένα τσιμεντένιο στρώμα και άλλα ωραία, με κάνουν να επιθυμώ διακαώς να δραπετεύω από τον θάλαμο. Με δεδομένη την ανικανότητα μου να περπατάω ακόμα και με τα δυο μπαστούνια μου, νοιώθω εγκλωβισμένη μαζί με δυο ηλικιωμένες κυρίες που έχουν ήδη εγχειριστεί για τον ίδιο λόγο με μένα. Με καθυστέρηση 30-40 χρόνων, βέβαια, αυτές.
Ο καλός μου βγαίνει προς άγραν λύσης και επιστρέφει με ένα... αναπηρικό καροτσάκι!
Καλά... αν παρομοιάσουμε ένα αναπηρικό καροτσάκι με ένα αυτοκίνητο, αυτό που βρήκε και έφερε από την μονάδα εξωτερικών ιατρείων μπορούσε μόνο να παρομοιαστεί με εκείνα τα παλιά γκαζοζέν οχήματα που είχαν ο Βέγγος και ο Φωτόπουλος στις παλιές ταινίες. Είναι τόσο ξεχαρβαλωμένο που όταν το κυλάς ακούγεται ένας ήχος ντριγκιντρινγκ, ντριγκιντρινγκ, ντριγκιντρινγκ και αναρωτιέσαι σε ποια στροφή θα σε αφήσει. Επίσης έχουν σπάσει οι λαβές που το κινείς και το μόνο που μπορεί να γίνει, είναι κάποιος βοηθός να το σπρώχνει και να το κινεί για να σε μεταφέρει. Ο Νικόλας με τσουλάει μέχρι το προαύλιο για να κάνω ένα πολυπόθητο τσιγάρο αλλά το απομεσήμερο φεύγει και μένω μόνη μου με το μη αυτοκινούμενο μέσο μεταφοράς μου.
Στις 7 το βράδυ, η ακατανίκητη ανάγκη να ξεφύγω από τα τούρκικα σήριαλ που παρακολουθούν όλοι στο θάλαμο και την λογοδιάρροια της διπλανής μου, με κάνουν και το αποφασίζω να πάρω το γκαζοζέν μου και να το οδηγήσω έστω και με... τα πόδια, όπως κάνω με την καρέκλα γραφείου που έχω στο σπίτι. Όμως είναι ψηλό και τα πόδια μου δεν φτάνουν στο πάτωμα.
Ωστόσο, τίποτα δεν αντιστέκεται σε μια ορκισμένη νικοτινομανή και σύντομα μαθαίνω να το κουμαντάρω χρησιμοποιώντας τα δυο μου μπαστούνια σαν κουπιά δεξιά και αριστερά, αφού τα λάστιχα που έχουν στις άκρες τους βαστάνε κόντρα στο λινόλεουμ του πατώματος και μπορώ και προωθούμαι σιγά σιγά. Το όλο εγχείρημα – εξαιρετικά αστείο θέαμα, είναι αλήθεια – έχει και τα στραβά του, διότι η αυτοσχέδια βάρκα μου δεν έχει… τιμόνι και κάθε 3-4 μέτρα χρειάζεται να διορθώνω την πορεία του με κινήσεις της μέσης και του κορμού για να μην πέφτω στα ντουβάρια.
20 λεπτά αργότερα, έχω καταφέρει να κυλήσω τα 50 μέτρα που με χωρίζουν από το ασανσέρ και να κατέβω στο προαύλιο κάθιδρη, για το δεύτερο τσιγάρο της ημέρας.
Έκανα μια πολύ ενδιαφέρουσα γνωριμία εκείνο το βράδυ, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία που θα σας πω αργότερα.
Όσοι με είχαν δει στην προσπάθεια να βγω προηγουμένως με κοιτούσαν πονετικά που επέστρεφα και σ’ αυτά τα 100-150 μέτρα μπρος-πίσω, τουλάχιστον 20 άτομα προσφέρθηκαν να με βοηθήσουν και να με σπρώξουν, χωρίς να προσέχουν το ευτυχισμένο χαμόγελο στην μούρη μου, που τα είχα καταφέρει μόνη μου.
Δυστυχώς το γκαζοζέν μου δεν το βρήκα την άλλη μέρα στον διάδρομο που το είχα παρκάρει, είχε και εφημερία το Νοσοκομείο και ήταν όλα απαραίτητα στον χώρο υποδοχής των περιστατικών.
Ωστόσο το επόμενο απόγευμα ο Νικόλας ανακάλυψε ένα άλλο, μια κουκλίτσα των αναπηρικών καροτσιών, ένα... σωστό Χιουντάι που είχε και λαβές για να μπορώ να το κινώ μόνη μου. Έκανα ένα σωρό ταξίδια μ’ αυτό πολλές φορές την μέρα και τη νύχτα, οι νοσηλεύτριες με χαιρετούσαν μέσα από το τζάμι του γραφείου τους «πας βολτίτσα?», το ίδιο και οι φρουροί της ασφάλειας στην είσοδο στο προαύλιο όπως και αρκετοί ασθενείς και συνοδοί που με έβλεπαν να σουλατσάρω από ‘δω και από εκεί.
Όλα καλά λοιπόν, αν και μια δυο μέρες αργότερα ανακάλυψα στην είσοδο ένα ακόμα καλύτερο καροτσάκι! Αν το προηγούμενο ήταν ένα Χιουντάι αυτό, παιδιά μου, ήταν η ΦΕΡΑΡΙ των αναπηρικών καροτσιών, καλολαδωμένο και ολοκαίνουριο, με... αμορτισέρ και σύστημα 4Χ4. Ένα θαυμάσιο όχημα!
Έκανα διαδρομές και διαδρομές με την ΦΕΡΑΡΙ μου τις μέρες πριν την επέμβαση και πολύ αργά το βράδυ με έβλεπαν να κυκλοφορώ στις πτέρυγες του ορόφου του Νοσοκομείου σαν το φάντασμα, ένας ιπτάμενος Ολλανδός των διαδρόμων που δεν μπορούσε να βρει το λιμάνι του.
Μετά το έφερνα μέσα στο θάλαμο λαθραία και το καμουφλάριζα με ρούχα και μαξιλάρια μην τυχόν το πάρει το μάτι κανενός και το χάσω.
Και σ’ αυτό κάθομαι τώρα που γράφω αυτή την ιστορία χειρόγραφα, ακουμπώντας σε ένα φορείο που έχει ξεμείνει στον διάδρομο σε ένα χαρτί Α4 που πήρα από τις νοσηλεύτριες. Έχω τόσα χρονιά να γράψω στο χέρι που αναρωτιέμαι αν θα μπορώ να τα διαβάσω αργότερα και να τα πληκτρολογήσω στον υπολογιστή, ο γραφικός μου χαρακτήρας έχει γίνει ακαταλαβίστικος και κάπως σαν στενογραφικός από την ανάγκη να γράψω με το στυλό όσο γρήγορα πληκτρολογώ.
Ας είναι...
Τουλάχιστον θα τα θυμάμαι μέσες άκρες.
*
2/15 Φαγητό
Ίσως να θυμάστε τότε, το Νοέμβρη, που είχα ενθουσιαστεί με το φαγητό του Νοσοκομείου.
Στο σπίτι έχουμε ένα εσωτερικό αστείο που χρησιμοποιούμε για το φαγητό που προσφέρουν στα νοσοκομεία.
Στο Άλμπουμ Gossini - Uderzo «Ο Αστερίξ Λεγεωνάριος», οι δύο φίλοι γαλάτες κατατάσσονται στον Ρωμαϊκό στρατό για να βοηθήσουν τον συντοπίτη τους Τραγικομίξ που τον έχουν στρατολογήσει με το ζόρι οι Ρωμαίοι.  Η Φαλμπάλα, η αρραβωνιαστικιά του, τους έχει ζητήσει να τον βρουν και να τον φέρουν πίσω και ο Οβελίξ που είναι ερωτοχτυπημένος κι αυτός μαζί της, δέχεται ιπποτικά να την βοηθήσει.
Πρώτη μέρα της κατάταξης και οι φίλοι φτάνουν και στην τραπεζαρία για το συσσίτιο. Ο Οβελίξ ονειρεύεται βέβαια ψητά αγριογούρουνα αλλά η πραγματικότητα αποτελείται από μια γαβάθα από ένα λασπώδες, καθόλου ορεκτικό, κατάπλασμα.
Ο Αστερίξ το φιλοσοφεί το πράγμα, λέγοντας ότι «Όσο πιο δυνατός ο στρατός μιας χώρας, τόσο πιο χάλια το συσσίτιο».
Οταν αργότερα ο Αστεριξ διαπιστώνει σκεφτικά «Δεν ήξερα ότι ο Ρωμαϊκός στρατός είναι τοοοσο δυνατός!»...
... ο Οβελίξ θα επισκεφτεί τον μάγειρα για να του εκφράσει την απαρέσκεια του με τον γνωστό τρόπο του.
Ε λοιπόν. Παραέχει γίνει δυνατό αυτό το Ελληνικό Σύστημα Υγείας, τόσο που βάλθηκε να αποδείξει ότι είναι ισχυρότερο πια και από αυτόν τον ίδιο τον Ρωμαϊκό στρατό!
Τα ωραία καλομαγειρεμένα φαγητά του Νοεμβρίου έχουν πλέον αντικατασταθεί από άνοστα, άλαδα φαγητά, σχεδόν μέρα παρά μέρα τα ίδια και σε μερίδες που αν τις έβλεπε ο γαλάτης μας θα πρασίνιζε από την τρομάρα!
Το μπριάμ που μας τάιζαν σχεδόν κάθε βράδυ είχε μέσα 2 φετάκια κολοκύθι, δυο φετάκια μελιτζάνα και δυο κυδωνάτες πατάτες μαγειρεμένα με ελάχιστο έως καθόλου λάδι.
Η γλώσσα πλακί με πατάτες στο φούρνο, είχε αρκετές πατάτες αλλά το ψάρι μάλλον έπρεπε να το λένε φλούδα και όχι γλώσσα!
Οι πάστες που σέρβιραν, σε πλαστικό πιατάκι του φρούτου, νερόβραστες με μια υποψία ντομάτας, είχαν μερικές φορές ένα ή δυο κομματάκια από ένα άγνωστο σκούρο πράγμα που όλοι αναρωτιόμαστε τι ήταν, μέχρι που κάποιος πιο τυχερός στο θάλαμο ανακάλυψε ένα μεγαλύτερο κομματάκι και έτσι μάθαμε ότι το φαγητό που τρώγαμε ήταν πέννες με μανιτάρια!
Τέλος, αρακάδες και κατεψυγμένες αγκινάρες, κακομαγειρεμένα και άνοστα πηγαινοέρχονταν στην κουζίνα απείραχτα έκτος από τις φορές που ήταν ο Νικόλας στον Νοσοκομείο και ο όποιος τα έτρωγε αφηρημένα, αδιάφορα και αδιαμαρτύρητα... Σας έχω πει πόσο βολικός είναι ο καλός μου με το φαγητό.
Αλλωστε με την ξαφνική αναχώρηση από το σπίτι δεν είχα προλάβει να του ετοιμάσω φαγητά σε ταπεράκια στην κατάψυξη, για να έχει να πορεύεται.
Από κρεατικά είχαμε μερικά γεύματα, κάτι μικρά σκληρά μπιφτεκάκια και ένα φαγητό με χοιρινό μαγειρευτό, παραδόξως νόστιμο αυτό αλλά σε μέγεθος ενός κουτιού σπίρτων μέσα στο πιάτο, μαζί με ένα αραιό πουρέ που είχε γεύση χυλού.
Ευτυχώς είχα το αλατάκι μου μαζί μου και πρόσθετα λίγη νοστιμιά στα ανάλατα διαβητικά φαγητά.
Τέλος πάντων, όχι ότι είχα και καμιά τρελή όρεξη για φαΐ, ο γιατρός είπε στον Νικόλα να μου φέρνει απ’ έξω μπιφτέκια και κρέας για να ανέβει και ο αιματοκρίτης μου που από τα συνηθισμένα μου 45αρια είχε πέσει σε κάτι χλεμπονιάρικα 30αρια και μου έκοβε κάθε διάθεση.
Είχαμε επίσης την τύχη να βρούμε ξανά και την τραπεζοκόμα που μου τάιζε και πέρυσι τον Νικολή μου και του έδινε πάλι ό,τι φαγητό περίσσευε, να ‘ναι καλά η γυναίκα.
Ευτυχώς υπηρχαν τα φρουτάκια μας, κάτι βερίκοκα μικρά και πρασινωπά που όμως ήταν γλυκά και ζουμερά από μέσα, ίσως είναι αυτά τα Διαμαντοπούλου που κάποτε ήταν πανάκριβα στις λαϊκές. Δεν ξέρω πώς βρέθηκαν στο Νοσοκομείο, αλλά τα φάγαμε με ευχαρίστηση, όπως και τα ωραία μηλοροδάκινα και τα τραγανά τους μήλα.
Ας είναι... Στο κάτω κάτω, σε κρατικό Νοσοκομείο έμεινα, κι αν το φαγητό συναγωνιζόταν επάξια εκείνο του Ρωμαϊκού Στρατού,  τι να κάνουμε?!
Αν και πολύ θα ήθελα να είχα τον Οβελίξ κοντά μου.
Αν ηταν μάλιστα ερωτοχτυπημένος μαζί μου, όλο και θα έλεγε δυο κουβεντούλες στο μάγειρα για χατήρι μου...
*
3/15 Το προσωπικό
Όπως και την προηγούμενη φορά το νοσηλευτικό προσωπικό ήταν, για μια ακόμη φορά, αξιοθαύμαστο.
Οι ίδιες νοσηλεύτριες και νοσηλευτές, να τρέχουν με τον ίδιο ταχύ και αποτελεσματικό τρόπο για τις διάφορες ανάγκες μας. Τα αγαπάω αυτά τα παιδιά που με υπομονή βοηθούσαν και ανέχονταν τους ηλικιωμένους. Δεν θέλω να τους παρομοιάσω με καμιά μητέρα Τερέζα, όχι! Θέλω μόνο να πω ότι την νεότητα τους την είχαν βάλει στην υπηρεσία της δουλειάς τους, που είναι σίγουρα λειτούργημα, ακόμα κι αν οι τωρινές συνθήκες την τοποθετούν απλά στην θέση μιας ασφαλούς εργασίας, που άλλοι στερούνται.
Οι περισσότεροι με θυμήθηκαν από το Νοέμβριο αν και είχαν και κάποια βοήθεια από το... κοινό.
«Μα, από πού σας ξέρω... από πού σας θυμάμαι;»
«Χα δεν θυμάσαι εμένα, το τατουάζ στο λαιμό μου θυμάσαι!»
«Ααα ναι, η κυρία με το τατουάζ!»
Πάντως, ίσως γιατί προσωπικά δεν είχα και τίποτα φοβερές ανάγκες εκεί μέσα, αφού ο Νικόλας ήταν για ολόκληρα δωδεκάωρα δίπλα μου, δεν  υπήρξε στιγμή που να χρειαστώ κάτι, ιδιαίτερα τις νύχτες και να μην το έχω αμέσως.
Η τσαπερδόνα με το καρέ μαλλί και το χωρατό και το πείραγμα πάντα στο στόμα, η καλή μου η Εύα με το αγγελικό πρόσωπο, η Ματίνα, η Αργυρούλα, το καλο μου γουρι και άλλα κορίτσια που εναλλάσσονταν σε τρεις βάρδιες το 24ωρο, αλλά και τα δύο αγόρια νοσηλευτές, ήταν όλοι τους ένας κι ένας.
Ειδικά θέλω να σας πω για τον Γιάννη, ένα παλικάρι διαφορετικό, οικογενειάρχη με δύο παιδιά, ένα αεικίνητο τύπο μελαχρινό κι αδύνατο, που τραγουδούσε φωναχτά στους διαδρόμους και τους θαλάμους. Ο Γιάννης είναι ένα από τα πιο σέξι πλάσματα που έχω δει στην ζωή μου, καθόλου όμως με την κλασσική ομορφιά ενός φωτομοντέλου –το αντίθετο- αλλά με την ζωώδη αλλά και γήινη έννοια της σεξουαλικότητας που θα επηρέαζε και άντρες και γυναίκες με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, ένας Σειληνός στην υπηρεσία του Διόνυσου, που, αντί να περιδιαβαίνει στα δάση της Αρκαδίας, σκόρπιζε την ικμάδα της ζωής μέσα σε μια πτέρυγα ενός Νοσοκομείου.
Με αποκαλούσε «Πολυαγαπημένη Βούλγαρη» προς μεγάλο τρόμο της 93χρονης συγκατοίκου Τασίας που του φώναζε:
«Σκάσε βρε αθεόφοβε, είναι και ο άντρας της εδώ!»

Έτσι λοιπόν περνούσαν οι μέρες πριν την επέμβαση και, με τον γιατρό μου να μπαίνει στον θάλαμο με το όμορφο καθαρό πρόσωπό του, –νομίζω σας έχω πει από την προηγούμενη φορά ότι είναι ένας πραγματικός κούκλος ο γιατρός μου, ένα είδος εντόπιου Τζωρτζ Κλούνεϊ, στο νεαρότερό του- 20 φορές τη μέρα, αφού το είχε πάρει επάνω του να με βγάλει από την κατάθλιψη των τελευταίων μηνών.
Ο Νικόλας του είχε πει ότι δεν θα την έβγαζα καθαρή αν έμενα τόσες μέρες ακίνητη στο κρεβάτι όπως την προηγούμενη φορά  και του έκανε σαφές ότι δεν ήθελε την γυναίκα του με δύο τέλειες αρθροπλαστικές και ένα μυαλό διαλυμένο στα εξ ων συνετέθη.
Έτσι βάλθηκε να μου λέει ξανά και ξανά ότι όλα θα πάνε καλά και η μέση μου, που είχε ταλαιπωρηθεί από την άλλη φορά, θα ισιώσει και θα ανανήψω μια χαρά.
Και όταν με έβλεπε με κανένα απλανές βλέμμα να κοιτάω το ταβάνι, μου έβαζε τις φωνές, με ταρακουνούσε για να γυρίσω πίσω από εκεί που είχε πάει το μυαλό μου.
Ήταν εξαιρετικά ενοχλητικό αυτό, για να πω την αλήθεια. Οι παρηγόριες και η θετική ενέργεια με τα λόγια δεν πιάνουν ποτέ πάνω μου και τις έβρισκα το λιγότερο περιττές.
Αλλά δεν ήθελα να με θεωρεί τελειωμένη καταθλιπτική και πάσχιζα, όταν ερχόταν στον θάλαμο, να με βλέπει σε εγρήγορση και χαμογελαστή, να υποκρίνομαι ότι με έχει πείσει μ’ αυτά που μου έλεγε.
Κοιτάξτε τώρα τι έγινε.
Όλη αυτή η προσπάθεια να του κρυφτώ ώστε να μη με πιέζει αλλά και να μην με λυπάται, με ανάγκασε να ενεργοποιηθώ, η αδρεναλίνη έτρεξε στο αίμα μου και σιγά σιγά τα κατάφερα και ξεκούνησα από τον λάκκο μου.
Μετά έκανε την  επέμβαση, -με πολλές δυσκολίες είναι αλήθεια, από τις ελλείψεις που υπήρχαν στο Νοσοκομείο- και, αυτή την φορά, χρειάστηκε να μείνω ανάσκελα ξαπλωμένη μόνο για 24 ώρες. Με άφησε να μείνω καθιστή την άλλη μέρα και να γυρίζω πλευρό στο κρεβάτι όσο θέλω και, μια ακόμα μέρα μετά, με έβαλαν να κάνω και τα πρώτα βήματα με το ΠΙ. Και μάλιστα, για πρώτη φορά μετά από 7-8 μήνες, χωρίς να πονάει η μέση μου στην προσπάθεια!!!
Αυτό νομίζω ήταν που έκανε την ανάρρωσή μου να επισπευτεί τόσο πολύ, να αποφύγω τους μετεγχειρητικούς πόνους, να γυρίσω στο σπίτι σε κατάσταση απείρως καλύτερη από την αντίστοιχη πρώτη φορά.
Βέβαια βοήθησε και η ζέστη της εποχής που, όσο κι αν τη μισώ, σε τέτοιες περιπτώσεις βοηθάει σε σχέση με τα τσουχτερά κρύα του περσινού χειμώνα.
Έτσι λοιπόν, χάρη στον γιατρό μου και στην διαφορετική αντιμετώπισή του σ’ αυτή την επέμβαση, όλα δείχνουν να είναι καλά πια και περιμένω να περάσουν δύο περίπου μήνες για να μπορώ να πατώ το πόδι μου καλά, ώστε να πάρουν τα πράγματα τον δρόμο τους.
*
4/15 Οι εξαιρέσεις              
1. Ο Οφθαλμίατρος με τα σέξι μαλλιά και οι «φλώροι»
Όσο περίμενα να γίνει η επέμβαση, είπα να επισκεφτώ κάποιους γιατρούς, αφού βρισκόμουν στο Νοσοκομείο. Έτσι ο Νικόλας με κύλισε με την Φεράρι στο Οφθαλμολογικό τμήμα για να μου κάνουν μια βυθοσκόπηση.
Για να πω την αλήθεια, έχω πολύ κακή εμπειρία με τους Οφθαλμιάτρους των δημοσίων νοσοκομείων και του ΙΚΑ (φυσικά όταν τους επισκέπτεσαι ιδιωτικά, τα πράγματα είναι προφανώς τελείως διαφορετικά.)
Όποτε ήρθα σε επαφή μαζί τους, συνάντησα ανθρώπους στριφνούς κι ανάποδους, με άσχημους τρόπους και μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους.
Σύμπτωση;
Ίσως!
Στο Νοσοκομείο συναντήσαμε τον υπεύθυνο γιατρό και μερικούς ειδικευόμενους, όλους μικρούς σε ηλικία.
Ένας από αυτούς με έβαλε μπροστά σε έναν πίνακα και άρχισε να μου αλλάζει φακούς, μπας και διορθωθεί κάπως το πρόβλημά μου.
Το αφεντικό του μπήκε στο εξεταστήριο και το πρώτο πράμα που είπε ήταν:
«Αφού είναι διαβητική, τι ασχολείσαι;»
Μετά με έβαλαν στο μηχάνημα που κάνει βυθοσκόπηση. Έβαλα το μέτωπο και το σαγόνι μου στις σωστές θέσεις και περίμενα.
«Ακίνητη! Μην κουνιέσαι καθόλου» Πρόσταξε ο ειδικευόμενος –στον ενικό βέβαια, γμ/το θα μπορούσε να ήταν γιος μου!
Εγώ, καθισμένη σε ένα σκαμπό με τα ισχία μου σε άβολη θέση, προσπαθούσα να ισορροπήσω ακίνητη, αλλά δεν ήταν εύκολο.
Μετά κατέβασε και το μηχάνημα πιο χαμηλά, γιατί  ήταν πιο κοντός από ‘μένα και το ήθελε στο ύψος των ματιών του, οπότε η αστάθειά μου επιδεινώθηκε ακόμα πιο πολύ.
«Μην κουνιέσαι, είπαμε! Κοίτα το αυτί μου! Μην ανοιγοκλείνεις τα μάτια σου! Το δεξί μου αυτί! Το αριστερό μου αυτί! ΚΟΥΝΙΕΣΑΙ!!!»
Τέλος πάντων έκανα την ανάγκη φιλοτιμία, είχα κατουρηθεί κιόλας από τον φόβο μου για το τι θα βρει με την εξέταση, προσπαθούσα με το ζόρι να κρατήσω τα μάτια ανοιχτά με τα κόκκινα και μπλε φωτάκια του να με στραβώνουν και διπλωμένη στα δύο, για να φτάνω στο επίπεδο του ύψους του.
Όση ώρα με εξέταζε, μονολογούσε και έκανε παρατηρήσεις του στυλ «Μα είστε τελείως ανεύθυνοι εσείς οι διαβητικοί, που δεν ελέγχετε τα μάτια σας!»
Στο τέλος, με το κεφάλι καζάνι και την ψυχή στην κούλουρη, τον ακούω να μου λέει:
«Θα σου πω κάποιους κανόνες που πρέπει να τηρείς, σαν διαβητική.
Πρώτον. Πρέπει να κάνεις  βυθοσκόπηση κάθε εξάμηνο.
Δεύτερον. Πρέπει να κάνεις φλοροαγειογραφία μια φορά τον χρόνο.
Τρίτον. Αν δε ρυθμίζεις τον διαβήτη σου, θα τυφλωθείς.
Τέταρτον. Αν κάνεις βλακείες με την υγεία σου, τις πληρώνεις».
Δεν τον άφησα να συνεχίσει, γιατί τα είχα πάρει στο κρανίο με το ύφος του το δασκαλίστικο.
«Εεε... θα γράψω διαγώνισμα στο τέλος για όλα αυτά;» Ρωτάω.
Ο μικρός τα χάνει κάπως και προσθέτει γρήγορα-γρήγορα θορυβημένος:
«Όχι! Όχι! Εμείς δίνουμε ακόμα εξετάσεις, εσείς πρέπει μόνο να προσέχετε!»
Ίσως το ύφος μου να ήταν πολύ σκοτεινό, δεν ξέρω τι του έκοψε την φόρα, αφήστε που το έριξε και στον πληθυντικό!
Μετά εμφανίστηκε ο μεγάλος γιατρός, μεσήλικας με κορμοστασιά ευθυτενή και κάτι μακριά σέξι μαλλιά, ίδια με αυτά του Χιου Γκραντ.
Η τελευταία αυτή ομοιότητα μαλάκωσε εμένα και, όταν άρχισε κι αυτός να μου λέει πόσο ηλίθια ήμουν που άφησα το πρόβλημα να προχωρήσει τόσο, αρκέστηκα να του το βουλώσω λέγοντάς του ότι αυτό ήταν επιλογή μου και δεν του πέφτει λόγος.
Καλά, του το είπα πιο γραφικά γιατί, όσο μιλούσε, μου δόθηκε χρόνος να το προετοιμάσω, αλλά ας το αφήσουμε καλύτερα μη μας χαλάσει και το κλίμα!
Το αποτέλεσμα πάντως ήταν ότι πρέπει να κάνω αυτή την φλουοαγειογραφία την οποία οι γιατροί σε μας τους κοινούς θνητούς την λένε «φλοροαγειογραφία» για να μην μας μπερδεύουν με την χασμωδία που δημιουργείται στις πρώτες συλλαβές της λέξης –τρομάρα τους!
Την πιθανότητα να μπερδευτεί ή ακόμα και να... προσβληθεί κανένας παππούς στην ιδέα ότι ισως τον αποκαλούν... «φλώρο», μάλλον δεν την υπολογίζουν. Διότι θεωρούν ότι όλοι οι ασθενείς που παρουσιάζονται μπροστά στην πόρτα ενός Οφθαλμιατρείου εκτός από αδαείς, αμελείς και χαμηλής νοημοσύνης, είναι επίσης και πολύ ψαρωμένοι για να τα σκεφτούν αυτά και ποιος νοιάζεται στην τελική αν θα προσβληθούν από την παρανόηση ή όχι!
Ας είναι...
Η ιατρική γνωμάτευση πάντως ήταν ότι υπάρχει μια αμφιβληστροπάθεια, ευτυχώς μικρότερης έκτασης από όσο με είχαν τρομοκρατήσει στην αρχή και καταρράκτης και στα δυο μάτια (στο αριστερό μάλλον είναι ο καταρράκτης του Νιαγάρα και στο δεξί ένας μετριοπαθέστερος, από αυτούς τους δικούς μας τους Εδεσσαϊκούς), πιθανόν φαρμακευτικής προέλευσης, από τα φάρμακα της ρευματοειδούς που έπαιρνα. Ευελπιστω να ταχτοποιηθεί με επέμβαση laser με το που θα μπορέσω να κάνω τα πρώτα σταθερά μου βήματα τον Σεπτέμβριο.
Φυσικά, πιο καλά θα δείξει η... φλοροαγγειογραφία, η οποία ως γνωστόν βασίζεται στο ποσοστό της ικανότητας του ασθενή να παρατηρεί τους ... Φλώρους!
2. Η προϊσταμένη           
Έγραφα στις ιστορίες μετά την πρώτη επέμβαση:
«Είχα πάντα στο μυαλό μου την εικόνα μιας σαραντάρας νοσοκόμας, αποτελεσματικής, καπάτσας και λίγο φοβιστικής, που σου πετάει ορούς, ενέσεις και χάπια με επαγγελματική ευσυνειδησία και μια μικρή απαξίωση, μιας και έχει πολλούς ακόμα ασθενείς να φροντίσει ή απλά να διεκπεραιώσει».
Ε λοιπόν, την βρήκα μια τέτοια νοσοκόμα και μάλιστα προϊσταμένη της πτέρυγας.
Συνήθως δεν είχε επαφές με τους ασθενείς, παρά μόνο κατά την εισαγωγή τους και μετά όταν έπαιρναν εξιτήριο.
Την συγκεκριμένη χρειάστηκε να προσεγγίσω για να παρακαλέσω να μου αλλάξει κρεβάτι και να μου δώσει εκείνο δίπλα στο παράθυρο, όταν έφυγε η συγκάτοικος που το χρησιμοποιούσε.
Επικαλέστηκα την γυναικεία της κατανόηση, γιατί στην ηλικία μου, μου χρειαζόταν η δροσιά, ειδικά τις νύχτες και το κρεβάτι αυτό ήταν ακριβώς κάτω από το κλιματιστικό αντίδοτο στη ζέστη με τυραννούσε τα βράδια. Ενώ αντίθετα οι ηλικιωμένες κυρίες δίπλα μου ζητούσαν δεύτερη βαμβακερή κουβέρτα για να σκεπάζονται.
Με κοίταξε ειρωνικά και μου είπε:
«Έλα τώρα... σιγά μην έχεις πρόβλημα! Πες ότι θέλεις το παράθυρο για να έχεις θέα και άσε τις κατινίστικες δικαιολογίες.»
Όχι! «Κατίνα» με την κλασσική έννοια του όρου, δεν με έχουν πει ποτέ, αλλά δεν μίλησα. Απλά, το μυαλό μου έπεσε πάλι στη μαύρη τρύπα του.
Τι να της έλεγα;
Ότι θα μπορούσαν να με βάλουν και στον πιο σκοτεινό θάλαμο, στο τρίτο υπόγειο, αρκεί να είχε μια συνεχή ροή παγωμένου αέρα πάνω από το κεφάλι μου;
Ότι τα μάτια μου, στην κατάσταση που είναι, υποφέρουν από την αντηλιά και μερικές φορές φορώ μαύρα γυαλιά ακόμα και μέσα στο σπίτι;
Ότι η θέα από το παράθυρο του θαλάμου δεν είναι δα και η θέα του νυχτερινού Μανχάταν, αλλά είναι προς έναν ακάλυπτο χώρο με άλλα παράθυρα, 30 μέτρα μακριά;
Τέλος πάντων, δεν της τα είπα όλα αυτά, αλλά η ευγενική αυτή κυρία έγινε αιτία να πάθω μια ωραιότατη κρίση πανικού και μετά να κοιτάω για ώρες το πάτωμα ακίνητη, με αποτέλεσμα τα μάτια μου να μου κάνουν πλάκες βλέποντας γάτες  ζωγραφισμένες στο πάτωμα...
*
5/15 Μια ωραία κάλυκο γατούλα
Βλέπω μπροστά μου μια κάλυκο γατούλα. Μου έχει γυρισμένη την πλάτη της και το κεφάλι της είναι γυρισμένο προς τα αριστερά οπότε βλέπω το αριστερό της προφίλ και μια ελάχιστη φέτα από το δεξί. Το κεφάλι της είναι γερμένο προς τα πίσω, το μάτι που βλέπω κλειστό και το αυτί τραβηγμένο προς τα πίσω. Είναι σαν να οσμίζεται κάτι στον αέρα αλλά χαλαρά, όχι σε εγρήγορση και γι αυτό η όραση και η ακοή είναι κάπως παραγκωνισμένες.
Το κορμί της είναι λευκό και μια γκρίζα, μια μαύρη και μια φωτεινή πορτοκαλιά βούλα υπάρχουν κατά μήκος της ράχης της. Η ουρά μάλλον γκρίζα, δεν φαίνεται καλά καθώς την έχει διπλώσει αριστερά και κρύβεται από το κορμί της.
Διακρίνω ξεκάθαρα ένα μαύρο μυτάκι πάνω σε λευκό μουσούδι που συνεχίζεται προς τα πάνω σε μια μαύρη μουτζούρα μυτερή και λίγο γερτή που ανεβαίνει σαν γιαταγάνι. Αλλά βλέπω και σκούρα χειλάκια μέσα στο άσπρο μουσούδι ακόμα και τους πόρους από όπου βγαίνουν οι τρίχες του άσπρου μουστακιού. Επίσης διακρίνω και την γωνία που σχηματίζεται στο μέτωπο της στο ύψος των ματιών της.
Το πρόσωπο της έχει μια ωραία φωτεινή πορτοκαλί μάσκα με λίγο γκριζάκι στο κάτω μέρος. Το αυτί έχει μικρές κόντες τριχούλες στο χωνί του. Λίγες πορτοκαλιές και περισσότερες γκρίζες.
Το σώμα της έχει συστραφεί κι αυτό λιγάκι με την κίνηση του κεφαλιού αλλά δείχνει στιβαρό, ένα ωραίο καλοσχηματισμένο κορμί μια ενήλικης γάτας.

Είμαι καθιστή και αποτυπώνω στο μυαλό μου και την παραμικρή λεπτομέρεια αυτής της εικόνας ίσως για μια ή δυο ώρες ακίνητη σ’ αυτή τη στάση.
Σε λίγο τα αντικείμενα του θαλάμου μοιάζουν να απομακρύνονται από κοντά μας και μένουμε οι δυο μας μόνες, εκείνη να μυρίζει τον αέρα και εγώ να μην τολμάω να κινήσω ούτε μια μυϊκή ίνα του κορμιού μου για να μην την χάσω. Οπως οταν κοιτάζουμε μια μαγική εικόνα και όσο πιο πολύ παρατηρούμε τόσο πιο πολλές λεπτομέρειες αποκαλύπτονται, τόσο πιο πολλές διαδρομές ακολουθεί το μυαλό για να ανακαλύψει κι άλλα και που φτάνει μια μικρή κίνηση, μια αλλαγή στην κατεύθυνση του βλέμματος για να διαλυθεί η μαγεία και να φανεί η αρχική εικόνα, ένα συνονθύλευμα σχημάτων και χρωμάτων χωρίς κανένα νόημα.
Όπως περνάει η ώρα όμως, τα χρώματα θολώνουν, το άσπρο κορμάκι φαίνεται κάπως γκριζωπό, η φωτεινή πορτοκαλιά βούλα κοντά στην ουρά σβήνει κι αυτή και το τεντωμένο προς τα πίσω αυτάκι διαλύεται σε μια σκιά χωρίς όρια.
Καθώς ο αέρας μπαίνει στο θάλαμο από το ανοιχτό παράθυρο, οι κουρτίνες άσπρες με πορτοκαλιά και σκούρα μπλε στρογγυλεμένα τετράγωνα που τα διακόπτουν οριζόντιες γραμμές, κινούνται και αλλάζουν θέση. Το φως επίσης αλλάζει θέση και η σιλουέτα  της κάλυκο γατούλας που σχηματιζόταν τόσο τέλεια στο θαλασσί λινόλεουμ του πατώματος, διαλύεται και χάνεται όσο κι αν προσπαθώ να τη διασώσω τουλάχιστον στην μνήμη μου.
Μια μαγική εικόνα που παρακολουθούσα ακίνητη καθισμένη στο αναπηρικό καροτσάκι ένα απομεσήμερο σχεδόν για δυο ώρες σαν υπνωτισμένη.
Οι δυο συγκάτοικοι και οι δυο συνοδοί τους που βρίσκονται μαζί μου στο θάλαμο χαυνώνονται κι αυτοί από την ακινησία μου και γλιστρούν στον ύπνο πάνω σε κρεβάτια και καρέκλες.

Πόσο χαμηλά μπορεί κανείς να φτάσει στην κατάθλιψη?
Λένε ότι άμα πιάσεις πάτο ο μόνος δρόμος είναι προς τα πάνω.
Χα! Λάθος!
Υπάρχουν πάντα και οι φυγές πάνω στις ανώμαλες αντανακλάσεις ενός πλαστικού πατώματος που φτιάχνει οπτικές απάτες σε συνδυασμό με μια κουρτίνα περίεργης ποπ αισθητικής που φιλτράρει το φως και ζωγραφίζει γατούλες στο πάτωμα, κάνοντας πλάκα στην αστιγματική, καταρρακτιασμένη, ημικατεστραμμένη ταλαίπωρη όραση μου...
*
6/15 H κομψή ξανθιά νεαρή με τα μακριά πόδια και το σνομπ ύφος, που όμως…(1)
-Μέρος Πρώτο
Στο προαύλιο για τσιγάρο, είναι αργά και έχει σκοτεινιάσει. Φυσάει ένας καυτός αέρας και βλέπω στα τρία μέτρα πιο πέρα μια αγγελική με τα φύλλα να ανακατεύονται από τον αέρα. Κοντά στην βάση του κορμού της, ένα κλαράκι ξερό  με 2-3 κίτρινα φύλλα στροβιλίζεται κι αυτό, έτοιμο να πέσει. Καθώς κοιτάζω την εικόνα ακίνητη για πολλή ώρα, η κίνηση αυτών των 2-3 φύλλων με μαγνητίζει μέχρι που ανακαλύπτω ότι έχουν ένα δικό τους αυτόνομο ρυθμό, που δεν ταιριάζει με των υπόλοιπων φύλλων. Η απορία λύνεται μια δυο στιγμές αργότερα, όταν η υποψία ότι τα ξερά φύλλα ίσως να είναι κάτι διαφορετικό, αποδεικνύεται σωστή και τα φύλλα παίρνουν την μορφή του κεφαλιού μιας ασπροπορτοκαλιάς γατίτσας που πλένεται με περισσή φροντίδα. Σαν σε μια μαγική εικόνα που αναδύεται από το πουθενά, η γατίτσα ανασηκώνεται και με μια ανάλαφρη κίνηση, πηδάει πάνω από το παρτέρι και περπατάει στα δύο μέτρα μακριά μου, με τα μακριά, λυγερά της πόδια και ουρά φιδίσια. Εντελώς ακατάδεκτη, εντελώς αδιάφορη για τα ψιψιρίσματα μου και εντελώς άφοβη, απομακρύνεται και χάνεται έξω από την κεντρική είσοδο του Νοσοκομείου.
Όλη τη νύχτα δεν βγήκε από το μυαλό μου. Σκέφτηκα ότι ίσως να την ξανασυναντούσα αν τα κατάφερνα να κατέβω στο προαύλιο για τσιγάρο και την επόμενη μέρα, και ότι της έπρεπε ένα όνομα.
Την είπα λοιπόν «Φρίντα» γιατί μου θύμιζε μια ξανθιά ψηλή σνομπ Γερμανίδα.
Δεύτερο βράδυ ξανακατεβαίνω στο προαύλιο και ανακαλύπτω αμέσως την Φρίντα στο παρτέρι της να μυρίζει το φαγητό που της έχουν βάλει σε ένα πλαστικό μπολάκι. Χα! Σιγά μη δεν έβρισκε κάποιον να την ταΐζει!
Στο πάνω μέρος του μπολ ένα μεγάλο κομμάτι την δυσκολεύει να φάει και κάνει προσπάθειες με το πατούσι της. Ευκαιρία να βοηθήσω και να δω αν δέχεται δημόσιες σχέσεις από ξένους. Παραμερίζω το άβολο κομμάτι και εκείνη πλησιάζει με άνεση και αρχίζει να τρώει χωρίς να ενοχλείται από μένα.
Κατάφερα μάλιστα να της ακουμπήσω και λιγάκι κεφάλι και ίσως και λίγο μυτάκι με την άκρη των δάκτυλων μου, όσο ήταν στην εμβέλεια τους.
Τέλος πάντων, καθόμουν εκεί και την κοιτούσα και η νεαρή, αφού άδειασε, κάπως βαριεστημένα είναι η αλήθεια, το ωραίο μοσχάρι της, έκανε μια στροφή επί τόπου για να χωθεί πιο βαθιά στο παρτέρι και να κάνει το μποτέ της.
Τη στιγμή που μου γυρνάει την πλάτη της, γουρλώνω τα μάτια διότι ένα καλοσχηματισμένο πορτοκαλί σακουλάκι σαφέστατης χρησιμότητας, ανατέλλει κάτω από την ουρά της!!!
Μετά σκάω στα γέλια μέσα μου καθώς συνειδητοποιώ  ότι η κομψή νεαρή Γερμανίδα μου δεν είναι παρά ένας έφηβος γατούλης. Γμ/το! Ήμουν σίγουρη ότι ήταν κορίτσι. Νομίζω ότι το σύνδρομο Λυδίας/Λέανδρου θα με ακολουθεί πλέον συνεχώς!
Τρίτο απόγευμα και κατεβαίνουμε με το Νικόλα στο προαύλιο με την ελπίδα να δούμε την πρώην Φρίντα και νυν, επί το ανδροπρεπέστερο, Φριφρή, στο παρτέρι του.
Πραγματικά, ο τυπάκος είναι εκεί αραχτός και χορτάτος και τον δείχνω στον καλό μου. Ο Νικόλας, πιστός στο μότο του «η τύχη βοηθάει τους τολμηρούς» πλησιάζει, τον ακουμπάει λιγάκι και με μια αποφασιστική κίνηση τον σβερκώνει και τον φέρνει στην αγκαλιά μου!
Ο γατούλης, άνετος και ψύχραιμος κάθεται στα χέρια μου, δέχεται χάδια και ξυσίματα στο σαγόνι και τα αυτιά. Είναι ζεστός και σκληρός, καθόλου αφράτος, περίπου σαν σκύλος, όπως είναι τα περισσότερα κεραμιδόγατα. Κάθεται μαζί μας λίγα λεπτά και μετά χωρίς πανικούς και υστερίες, δείχνει να θέλει να φύγει οπότε τον ελευθερώνω και πάει και ξαπλώνει στο τσιμέντο, δύο μέτρα μακριά μας.
Μόλο που ήταν αρκετά βρωμύλος, όπως όλα τα αδέσποτα, έδειχνε υγιής, δεν είχε ψύλλους και ήταν χορτάτος και ήρεμος.
Ο Φριφρής έπαιξε θαυμάσια τον ρόλο του σαν το αντικαταθλιπτικό μου, κάθε φορά που τα πράγματα δυσκόλευαν τις μέρες της αναμονής πριν την επέμβαση, που κυκλοφορούσα σε όλο το Νοσοκομείο σε μια προσπάθεια να αποφύγω τις κρίσεις πανικού. Ο Νικόλας με κατέβαζε στο προαύλιο και ακουμπούσε στην αγκαλιά μου το ζεστό κορμάκι του. Κάθε χάδι και ξαλάφρωμα, κάθε αγκαλιά και ανακούφιση, και ίσως κάποιοι το βρουν υπερβολικό αυτό, αλλά εσείς που συμβιώνετε με γατες ξέρετε πόσο αλήθεια είναι αυτό.
Το τέλειο φάρμακο αν και... ε καλά... είναι κάπως εθιστικό, δεν λέω ... αλλά ποιος νοιάζεται???!!!
Τώρα που το σκέφτομαι, ίσως να νομίζετε ότι ως γατομανής και γατοστερημένη τα βγάζω όλα αυτά από το μυαλό μου. Ένας πορτοκαλοάσπρος γατούλης που ζει σε ένα προαύλιο νοσοκομείου...
Χα! Λάθος μέγα!
Ιδου και τα φωτογραφικά ντοκουμέντα:

*
7/15 Οι συγκάτοικοι
1. Μαρία
Η Μαρία είναι μια καλοφροντισμένη ηλικιωμένη Κυκλαδίτισσα, που ήρθε στην Αθήνα για την αρθροπλαστική της. Είναι αξιοπρεπής και ήσυχη, έχει την κόρη της δίπλα της να την φροντίζει και περνάει τον καιρό της χωρίς επεισόδια.
Είναι καλό να έχεις ήσυχους συγκάτοικους στον θάλαμο. Ειδικά αν είναι μετά την επέμβαση. Συνήθως είναι θορυβώδεις με τους πόνους και τις γκρίνιες τους και, αν σου τύχει και κανένας πολυλογάς... πάει... την έβαψες!
Όλα καλά λοιπόν με την Μαρία, εκτός από δύο επεισόδια.
Το πρώτο με τον γαμπρό της, έναν αμετροεπή μπρουτάλ 65άρη, που έχει βαλθεί να με πείσει ότι πρέπει να βλέπω πάντα την θετική πλευρά των πραγμάτων και να λέω «θα γίνω καλά!» γιατί αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να γίνω. Θέλω να του πω κάτι για την κατάκλιση που με περιμένει, την ακινησία και τους πόνους, αλλά εκείνος επιμένει ότι το μοναδικό που μου λείπει είναι η θετική σκέψη και η πίστη στο Θεό, που θα με βοηθήσει να γίνω καλά.
Ας είναι... Θεολογική συζήτηση δεν θα άνοιγα έτσι κι αλλιώς υπό αυτές τις συνθήκες, αλλά ο τύπος με βγάζει από τα ρούχα μου, όταν μια μέρα μου λέει «Διάβασε και κανένα βιβλίο να μάθεις! Όχι όλο τηλεόραση!»
Μα το Θεό, τον δικό του βέβαια Θεό, μου ήρθε να του πετάξω την καρέκλα στο κεφάλι, αλλά το ξανασκέφτηκα διότι ο φουκαράς, όταν έλεγε «βιβλίο» εννοούσε κανένα από τους Βίους Αγίων με τα ωραία ηθικοπλαστικά μηνύματά τους και, όσο να ‘ναι, είναι κρίμα να χαλάσεις μια ωραία καρέκλα πάνω σε ένα τέτοιο κεφάλι! Άσε που είχε δίκιο και παρ’ όλο που εχω διαβασει πολυ στη ζωη μου, δεν έχω διαβάσει κανένα από αυτούς τους Βιους!
Οπότε επέλεξα να τον αγνοώ, όχι βέβαια χωρίς να τον διαολοστέλνω μέσα μου κάθε φορά που ξεκινούσε το ίδιο τροπάρι.
Το δεύτερο περιστατικό, με τη Μαρία αυτή τη φορά, ήταν την βραδιά του ματς Γερμανία – Ελλάδα στο Γιούρο. Ήμαστε συνολικά έξι γυναίκες στον θάλαμο, μπροστά σε μια τηλεόραση και τα κορίτσια παρακολουθούσαν κάποιο τουρκικό σίριαλ.
«Δεν φαντάζομαι να θέλετε να δείτε το παιχνίδι» ρώτησα και όλοι είπαν «όχι» εκτός από την ...Μαρία! Έθεσα βέτο, μιάμιση ώρα κλωτσοπατινάδας σε έναν θάλαμο Νοσοκομείου, δεν είναι ακριβώς κάτι που θα επέλεγα και συμφωνήσαμε να το γυρίζουμε αν ακούσουμε πανηγυρισμούς και φωνές από τους διπλανούς θαλάμους.
Έτσι κι έγινε, είδαμε το γκολ της Ελλάδας και το ξαναγυρίσαμε αλλά μετά, κάθε φορά που το γύριζα στο άλλο κανάλι να δούμε την πορεία του ματς... πέφταμε σε ένα ακόμα γκολ των Γερμανών, οπότε κανένας δε μίλησε από ‘κει και πέρα.
Ας είναι... αν ήμουν στο σπίτι και το έκανα αυτό, ο Νικόλας θα με αφόριζε σαν γρουσούζα και θα με θεωρούσε υπεύθυνη για την ήττα. Τα έχουν αυτά δυστυχώς οι φανατικοί ποδοσφαιρόφιλοι.
Τη νύχτα σκεφτόμουν συνέχεια την επιμονή της Μαρίας να δει το ματς.
Έχω την εντύπωση ότι αυτό το παιχνίδι λειτούργησε σαν μια αφορμή για εκτόνωση, για εκδίκηση στους κερατάδες τους Γερμαναράδες, που μας έχουν πεθάνει. Και η Μαρία είχε μπει στο κλίμα. Ίδια όπως λειτούργησαν και οι εκλογές εδώ που τα λέμε. Πόσοι σαν την Μαρία δεν πίστευαν ότι κάτι θα γίνει, κάτι θα αλλάξει, κάπως θα πάρουμε το αίμα μας πίσω.
Αλλά πια ξέρουμε ότι έτσι κι αλλιώς 4-1 θα χάνουμε πάντα και στις εκλογές και στο ποδόσφαιρο, η ελπίδα μπορεί να πεθαίνει τελευταία, αλλά τελικά ΠΕΘΑΙΝΕΙ!

2. Άννα
«Άμα κάνς ούτι σ’ λέει ου γιατρός δεν θα πνάς, άμα διν κάνς ούτι σ’ λέει ου γιατρός θα πνάς! Μη γιλάς κι μη κουρουγιδέβς, άκου μι, ξέρου ιγού!»
(Άμα κάνεις ό,τι σου λέει ο γιατρός, δεν θα πονάς. Άμα δεν κάνεις ό,τι σου λέει ο γιατρός, θα πονάς. Μην γελάς και μην κοροϊδεύεις, άκου με, ξέρω εγώ!)
«Και τώρα γιατί πονάω;»
«Εεε δεν μπόρηγε να σ’ κάν’ απού την αρχή καλά, σ’ λέου! Υπομουνή».
(Ε δεν μπορούσε να σε κάνει από την αρχή καλά, σου λεω! Υπομονή).
Αυτά είναι τα πρώτα λόγια που μου λέει όταν με πρωτοβλέπει στον θάλαμο, τη μέρα που πιάνει το κρεβάτι της Μαρίας, η οποία παίρνει το εξιτήριό της και φεύγει για το σπίτι της.
Η Άννα είναι από την Ακαρνανία και έχει βαριά ντοπιολαλιά. Και αυτή και όλο το πολυπληθές σόι της, που παρελαύνει από τον θάλαμο συνήθως σε πεντάδες και φωνάζουν και λένε τα δικά τους, που το μη εξασκημένο αυτί μου θέλει χρόνο για να μεταφράσει.
Τώρα, για να πω την αλήθεια, έχω ένα προβληματάκι μ’ αυτές τις ντοπιολαλιές, ειδικά αυτές της ηπειρωτικής Ελλάδας και της Πελοποννήσου, που τρώνε συστηματικά τα φωνήεντα και έχουν ξεχάσει την χρήση των «α» και των «ο». Όπως επίσης και με όσους έχουν το «Σύνδρομο της Αμαλλλίας» του Παρά Πέντε. Στην αρχή η Άννα και το σοι της με εκνεύριζε αλλά μετά κάναμε την ίδια μέρα επέμβαση και μας ένωσαν οι πόνοι.
Ο μόνος που δεν άντεξα τελικά ήταν ένας συντοπίτης της, που έτυχε να έχει στο διπλανό δωμάτιο την γυναίκα του εγχειρισμένη και το έβρισκε διασκεδαστικό να χρησιμοποιεί τον δικό μας θάλαμο σαν καφενείο για να περνάει την ώρα του με χωρατά και πειράγματα και που έγινε η αίτια να πάθω, ακούγοντάς τον, μία από τις τρεις κρίσεις πανικού των ημερών, που θεραπεύτηκαν χάρη σε μια βόλτα με την ΦΕΡΑΡΙ στο προαύλιο και στην ευεργετική προσφορά ηρεμιστικού από τον γνωστό Φριφρή!

3.Τασία
Δεν ξέρω ποια καλή τύχη μου έφερε την Τασία στο διπλανό κρεβάτι.
Η Τασία, 93 χρόνων, με πλήρως σώας τας φρένας ήταν ένας θηλυκός Πατέρας Βούλγαρης στα καλύτερά του, που κάποιος μου έκανε την χάρη να τον φέρει ξανά δίπλα μου.
Η Τασία είναι μέσα για αρθροπλαστική και την συντροφεύει η ανιψιά της, γιατί η ίδια είναι χήρα εδώ και 30 χρόνια και δεν έχει παιδιά.
Προσέξτε φάσεις:
Οι τραυματιοφορείς την παίρνουν με το κρεβάτι για το χειρουργείο. Ο ένας χτυπάει την άκρη του στην πόρτα και φωνάζει στον άλλον «Ωπα! Ωπα»
Η Τασία τραγουδάει: «Ωπα! Η καρδιά μου η σορόπα...»
Ή
Η νοσηλεύτρια της εφαρμόζει τον ουροκαθετήρα –διαδικασία επώδυνη και δύσκολη– κι αυτή το υπομένει με μικρές κραυγούλες.
«Εντάξει κυρία Τασία; Είσαι καλά τώρα;» ρωτάει η νοσηλεύτρια.
Η Τασία γελάει: «Εντάξει... αλλά τέλειωσε κιόλας; Τόσα χρόνια χήρα είμαι, δεν έχει άλλο;»
ή
«Πόσων χρονών είσαι καλή μου;»
Η Τασία περήφανη: «Ε-νε-νήντα τρία!»
Λατρεύει να την ρωτάνε πόσων χρονών είναι, για να έχει την ευχαρίστηση να τους λέει «93» και να απολαμβάνει τον θαυμασμό τους για την αντοχή και την νεανικότητά της, ενώ πετάει αστεία υπονοούμενα για την πολύχρονη χηρεία της.
Μερικές φορές με πιάνει και τραγουδάω στον θάλαμο, συνήθως τραγούδια παλιότερα, που τραγουδούσα και στον πατέρα πριν πεθάνει, τα καλοκαιρινά βράδια που καθόμαστε στην βεράντα. Η Τασία με ακούει και πετάγεται «Ρουλίτσα τραγουδάς; Μπράβο κορίτσι μου, έτσι πάντα να κάνεις και να βγάζεις από μέσα σου τον πόνο».
Και μετά λέει ιστορίες από τότε που ζούσε ο Χρήστος της και τα βράδια τραγουδούσαν πρίμο σεκόντο και εκείνος έπαιζε το μαντολίνο και την κιθάρα.
Ναι. Ήταν σαν να είχα τον πατέρα μου δίπλα μου. Η Τασία έχει το δικό του ακριβώς ιδιόρυθμο χιούμορ, ευχαριστιέται με τα ίδια πράγματα, είναι καχύποπτη και θυμώνει και κακιώνει με τα ίδια και μετά τα ξεχνάει με τον ίδιο αδιάφορο τρόπο της.
Ήταν μια πηγή δροσιάς  δίπλα μου αυτή η σχεδόν αιωνόβια γυναίκα και, μ΄όλο που καμιά φορά επαναλάμβανε τις ίδιες ιστορίες ξανά και ξανά, σαν να τις έλεγε για πρώτη φορά, μου έλειψε όταν αποχώρησε. Αλήθεια σας λέω.
Την ώρα που την έπαιρναν με το φορείο για να την πάει το ασθενοφόρο στο σπίτι της, μου είχε ζητήσει να της τραγουδήσω και της έκανα το χατίρι.
«Βγήκανε τ’ άστρα κι οι κοπέλες με τ’ άσπρα κατεβαίνουν στου δρόμου την γωνιά...
Στου Παραδείσου τα μπουζούκια θα με πας, κι αφού χορέψουμε και πάψει ο σαματάς, εφτά τραγούδια θα σου πω για να διαλέξεις τον σκοπό, που θα μου πεις και θα σου πω το σ’ αγαπώ»
«Αχ! Να ‘σαι καλά, Ρουλίτσα μου, και να μην πονέσεις ποτέ ξανά!»
Καλή ανάρρωση, Τασία μου. Μακάρι τα χρόνια που έρχονται να είναι τόσο ευγενικά μαζί σου όσο ήταν και τα προηγούμενα...

4. Στέλλα
Η Στέλλα είναι κουφή.
Τα πρώτα λόγια που είπε, όταν πήρε το κρεβάτι της Τασίας, ήταν τα εξής:
«Βούλωσα! Δεν ακούω τίποτα. Αυτή η π@υτάνα, η σκατόψυχη, η κουφή που με έλουσε, μου έριξε νερό στα αυτιά και βούλωσα. Θέλω να με ξεβουλώσετε. Πού είμαι, σε κανένα βουνό είμαι να μην ακούω τίποτα;»
Εκ των υστέρων μάθαμε ότι έχει πρόβλημα με τα αυτιά της έτσι κι αλλιώς, αλλά ένα καθαρισμό τον χρειαζόταν κιόλας. Αλλά, με τα σοβαρά προβλήματα υγείας που είχε, οι γιατροί δεν έδωσαν προτεραιότητα σ’ αυτό και η Στέλλα επαναλάμβανε το αίτημά της με τα ίδια ακριβώς λόγια σε όποιον γιατρό, νοσηλευτή, ασθενή ή επισκέπτη περνούσε από το οπτικό της πεδίο.
Η Στέλλα δεν είναι ακριβώς αυτό που θα λέγαμε μια καλόβολη ταλαιπωρημένη ηλικιωμένη. Είναι στριφνή, κακότροπη, πολλές φορές χυδαία, γκρινιάζει και διαμαρτύρεται για την ζέστη, το κρύο, τα ρεύματα, την ησυχία, αν της ακουμπήσει κανείς το κρεβάτι της και ό,τι άλλο της έρθει στο μυαλό,  μια λούμπεν προσωπικότητα με χαμηλή πνευματική νοημοσύνη, που ωστόσο γινόταν αυτόματα σεβαστή από το γεγονός ότι υπέμενε πολλούς πόνους ξαπλωμένη ανάσκελα, ακίνητη, με ένα βαρίδι στο ένα πόδι για να μην δέσει στραβά η σπασμένη λεκάνη της, μέχρι να μπορεί να εγχειριστεί.
Πάντως η ατάκα με το βούλωμα των αυτιών και οι συνεχείς αιτήσεις –τουλάχιστον 20 φορές τη μέρα- «να την ξεβουλώσουν» μας έκαναν στο τέλος να σκάμε στα γέλια κάθε φορά και να μας έρχεται στο νου αυτή η εικόνα από το άλμπουμ «Ο Αστερίξ στις Ινδίες» όπου ένας Ινδός εκπαιδευτής ελεφάντων προθυμοποιείται να ξεβουλώσει την φωνή και τα αυτιά του Κακοφωνίξ, από του οποίου το τραγούδι κρέμεται η ζωή της κόρης του σεΐχη, της Σεχραζάτ.
Με αυτόν τον τρόπο:
Είμαι βέβαιη ότι πολύ θα το ήθελε να έχει μια τέτοια περιποίηση, η φουκαριάρα.
Αν και δεν ξέρω πόσο αποτελεσματική θα ήταν...
*
8/15 Liquid
Είμαι ξαπλωμένη στο κρεβάτι και κοιμάμαι. Ο θάλαμος έχει πάντα κάποιο φως αλλά τώρα είναι κατασκότεινος. Μαύρο σκοτάδι με τυλίγει χωρίς κανένα ήχο ή μυρωδιά. Αισθάνομαι το κορμί μου ανάσκελα τεντωμένο και ακίνητο από την κορυφή μέχρι τις άκρες των δακτύλων μου.
Μέσα σε μια βασανιστική ζέστη, νοιώθω το κορμί μου να λιώνει και να υγροποιείται σε ένα παχύρευστο υλικό που στάζει από το κρεβάτι στο θαλασσί λινόλεουμ του πατώματος του θαλάμου.
Απλώνεται συνέχεια... συνέχεια και ζήτημα να έχει πια πάχος δυο εκατοστά, καλύπτει τις μικρές ανωμαλίες του πλαστικού και ψάχνει για μια μικρή διαφορά θερμοκρασίας.
Αλλά δεν την βρίσκει.
Μένω εκεί λειωμένη για ώρα πολλή, χωρίς χέρια να κουνήσω, χωρίς στόμα να μιλήσω, ένα χυμένο παχύρευστο υλικό χωρίς καμιά δυνατότητα να αντιδράσει με οποιοδήποτε τρόπο.
Κάποια στιγμή, το απολυτό σκοτάδι διακόπτεται από μια χαραμάδα οριζόντια, λεπτή όσο μια τρίχα στην αρχή, που σιγά σιγά μεγαλώνει.
Από μέσα της περνάει σαν προβολέας, σκληρό κοφτερό κίτρινο ηλιακό φως, γεμάτο στίγματα και ακανόνιστες γραμμές μαύρες, που δεν μειώνουν την ευκρίνεια της νεοαποκτηθείσας όρασης αλλά μπαίνουν μπροστά στα αντικείμενα σε πρώτο πλάνο.
Το κορμί μου συμπυκνώνεται με αντίστροφη φορά στην αρχική του θέση. Αντιλαμβάνομαι ξανά την ακινησία και την δυσκαμψία μου πάνω στο κρεβάτι.
Το ηλιακό φως κάπως μαλακώνει και αρχίζω να διακρίνω περιγράμματα των αντικειμένων γύρω μου μια ακριβώς στιγμή μετα όταν ακούω την κυρία Τασία από το διπλανό κρεβάτι να λέει στην αποκλειστική νοσοκόμα της
«Κλείσε την κουρτίνα! Ο ήλος είναι στο πρόσωπό της! Ρουλίτσα, κοιμήθηκες καλά κορίτσι μου?»
*
9/15 Περιστέρια
Ξέρετε ποιο είναι το ζώο που κάνει τα περισσότερα χιλιόμετρα βαδίζοντας στη ζωή του;
Η αντιλόπη, ίσως να πείτε ή εκείνα τα μεγαλόσωμα φυτοφάγα που περπατάνε χιλιόμετρα και χιλιόμετρα στις εποχικές τους μεταναστεύσεις στο πάρκο Σερενγκέτι στην Αφρική.
Ε λοιπόν... Λάθος! Έτσι πίστευα κι εγώ, αλλά είναι λάθος!
Τα ζώα που περπατούν περισσότερο στη ζωή τους είναι τα... περιστέρια!
Τα παρατηρώ καθώς ψάχνουν για τροφή στο προαύλιο του Νοσοκομείου. Περπατάνε με μια αστεία κίνηση, κουνώντας το κεφάλι τους μπρος πίσω, κάθε κίνηση προς τα πίσω μάζεμα ενέργειας, κάθε κίνηση προς τα μπρος απελευθέρωση ενέργειας, για να γίνει ένα βήμα. Πολύ δύσκολο μου φαίνεται αυτό, ελπίζω κανένα περιστέρι να μην αποκτήσει ποτέ... αυχενικό σύνδρομο γιατί θα είναι πολύ δυστυχισμένο μετά.
Κάθομαι και τα κοιτάζω καθώς περπατάνε ψάχνοντας για σπόρους ανάμεσα στα παρτέρια.
Μαυριδερά αλλά και με ιριδίζοντες λαιμούς, καφετιά και ασπροκόκκινα, μωσαϊκά από φτεράκια διάφορα, καθένα με την δική του μοναδική εμφάνιση, τα παρακολουθώ καθώς κάνουν απίστευτες διαδρομές με τα πόδια. Αν ένα διπλό βήμα ενός ανθρώπου είναι περίπου 120 εκατοστά και το αντίστοιχο ενός περιστεριού μόλις 5, φανταστείτε ότι, όταν περπατάνε στα παρτέρια μια απόσταση 60 μέτρων στο προαύλιο, αυτό αντιστοιχεί σε μια απόσταση ενάμισι χιλιομέτρου για έναν άνθρωπο. Και σκεφτείτε  ότι δεν το κάνουν μία μόνο φορά, αλλά περπατούν πάνω – κάτω άπειρες φορές μέχρι να αποφασίσουν να απογειωθούν.
Θα μου πείτε, η εξασφάλιση του επιούσιου δεν ήταν ποτέ μια εύκολη δουλειά και σίγουρα και οι πρόγονοί μας θα περπατούσαν μεγάλες αποστάσεις για να συλλέξουν καρπούς ή να βρουν κυνήγι.
Ωστόσο τα περιστέρια δείχνουν να επιλέγουν το περπάτημα –και το τρέξιμο κάποιες φορές, πράγμα που κάνει την κίνησή τους μπρος πίσω εξαιρετικά αστεία – στις περισσότερες περιπτώσεις.
Είμαι βέβαιη ότι θα έχετε δει και ‘σεις περιστέρια στην μέση του δρόμου που, όταν αντιλαμβάνονται π.χ. ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει, το... βάζουν στα πόδια και τρέχουν πάνω στην άσφαλτο, ενώ δεν απογειώνονται παρά μόνο την τελευταία στιγμή.
Τα μισώ τα περιστέρια!
Γιατί βρε ‘σεις, άθλιοι αρουραίοι των αιθέρων, δεν ανοίγετε τα φτερά σας αλλά επιλέγετε να πηγαίνετε παντού με ... τα πόδια;
Το ζηλεύω αυτό το ζευγάρι φτερών στην πλάτη τους, το ζήλευα πάντα, αλλά ακόμα περισσότερο τα τελευταία τρία χρόνια της ζωής μου.
Γαμ/να ηλίθια περιπατητικά περιστέρια!!!
*
10/15 Όνειρο
Με ετοιμάσανε για την αυριανή επέμβαση και, μετά την φριχτή χθεσινή μέρα που ευτυχώς είχε δόση από το γνωστό αντικαταθλιπτικό «Φριφρής», σήμερα ήμουν χαλαρή και το μεσημέρι κοιμήθηκα με ένα λιγοστό αλλά απολαυστικό ύπνο, έχει πέσει πια και η ζέστη και, με την βοήθεια και του μισοχαλασμένου κλιματιστικού, ήταν ευχάριστα.
Είδα ένα όνειρο, ένα παλιό πολυαγαπημένο όνειρο, που παλιότερα έβλεπα συχνά.
Δεν επιχειρώ να εξηγήσω ποτέ τα όνειρα με τον... ονειροκρίτη ούτε βέβαια Φροϋδικά. Συνήθως μετά ανιχνεύω την γεύση που μου αφήνουν, μια λεπτομέρεια, ένα όνομα παρμένο από τη σημερινή πραγματικότητα, μια εικόνα, ανακατεύονται και επενδύουν τα συναισθήματα που σκάνε μύτη καμουφλαρισμένα και η υπερπαραγωγή είναι έτοιμη.
Αλλά αυτό το λατρεμένο όνειρο είχα πολλά χρόνια να το δω και εμφανίστηκε σαν παλιός φίλος. ηθελημένα ξενιτεμένος στο παρελθόν.
Στο όνειρο υπάρχει πάντα ένα μικρό κοριτσάκι, μερικές φορές ξανθόμαλλο με μπουκλάκια κι άλλες φορές μικροκαμωμένο με μαύρα ίσια μαλλιά.
Πάντα περπατάμε χέρι χέρι στην εξοχή ή στην θάλασσα ή σε συνηθισμένα αστικά τοπία και συζητάμε.
Αισθάνομαι ότι το παιδί αυτό είναι το δικό μου παιδί και το ακούω να μου κάνει περίεργες ερωτήσεις ή να μου ξεφουρνίζει παράξενες πολύπλοκες φράσεις, πολύ μεγαλίστικες για την ηλικία του όπως:
«Λες, αν μπορούσαμε να πετάξουμε πολύ ψηλά, να μην θέλαμε να κατέβουμε ποτέ ξανά στη γη;»
Και
«Κοίτα πόσο παράξενοι είναι οι άνθρωποι αλλά, άμα κοιτάξεις έναν τους πολύ προσεχτικά, τον καταλαβαίνεις και  μετά μπορείς να τους καταλάβεις όλους. Είναι πολύ εύκολο».
Και
«Όταν τρέχει το νερό, μιλάει και το ακούς να σου λέει διάφορα, άμα στήσεις αυτί».

Για ‘μένα, η μικρή μου κόρη στο όνειρό μου είναι διαφορετική και ενδιαφέρουσα. Δεν είναι όμορφη αλλά είναι ευφυής και γι’ αυτό καλοδεχούμενη όποτε σκάει μύτη.
(Κάποια φορά, συνάντησα και στην πραγματικότητα ένα τέτοιο κοριτσάκι και με ενέπνευσε να γράψω ένα παραμύθι στο μπλογκ μου, θα σας βάλω το λινκ καμιά άλλη φορά).
Ακόμα και το μότο που είναι γραμμένο για πολυ καιρό και στο μπλογκ, αυτό το κοριτσάκι μου το είπε σε ένα όνειρο πριν τέσσερα-πέντε χρόνια, όταν εχασα τον γατο μου τον Μερλιν και ειχα ενοχες όταν πηρα καινουρια γατα το σπιτι.
«Η καρδιά μας δεν ειναι χώρος πεπερασμένος. Μπορεί να χωρέσει παλιές και καινούριες αγάπες, χωρις να κλέψει χώρο από καμία τους»
Τώρα, ίσως να μου πείτε ότι είναι κάπως μελό αυτά που μου λέει η ονειροθυγατέρα μου, ή ίσως πείτε...
Ας είναι... δεν πειράζει.
Έτσι λοιπόν ξύπνησα το απόγευμα και η χαρούμενη αίσθηση συνεχίστηκε για πολλή ώρα μετά, γιατί η μικρή μου είπε το έξης απλό σήμερα:
«Κοίταξε πόσο νόστιμα είναι τα βερίκοκα φέτος. Είναι ζουμερά και όσο ξινούτσικα χρειάζεται για να νιώθεις ζωντανός όταν τα μασουλάς».

Έκανα αυτό που κάνω πάντα όταν βλέπω ένα ωραίο όνειρο και τρέμω μην τυχόν και το ξεχάσω. Τα αποθηκεύω, τα εγκιβωτίζω σε ένα αντικείμενο και έτσι παραμένουν εκεί και, κάθε που θέλω να τα θυμηθώ, απλά ακουμπάω αυτό το αντικείμενο και όλα μου έρχονται ξανά στο μυαλό, χωρίς να χαθούν μόλις ανοιγοκλείσω τα μάτια.
Και να που ακριβώς εκεί δίπλα μου, στο τραπεζάκι του κρεβατιού, ήταν ένα βερικοκάκι που είχε απομείνει από το γεύμα και το πήρα και το έφαγα για να βγάλω το καφετί κουκούτσι του. Εκεί πάνω φόρτωσα το σημερινό όνειρο και μετά το έχωσα στην τσάντα μου, μην τυχόν και το χάσω.
Θα το κρατώ στο χέρι μου το πρωί, πριν με πάνε στο χειρουργείο, και θα του πω να με περιμένει μέχρι να γυρίσω πίσω, 5 ώρες αργότερα.
*
11/15 Μια γενναία, ανακουφιστική δόση κλάματος.
Με τα αναφιλητά της και τους λυγμούς της.
Με χοντρές σταγόνες δακρύων να κατρακυλούν στο πρόσωπο.
Σκουπίζω τα δάκρυα με την παλάμη και μουσκεύω τα δάχτυλά μου, αλλά καινούριες σταγόνες ξεφεύγουν και κατεβαίνουν βαριά, γλείφουν το μάγουλό μου και καταλήγουν στην γωνία των χειλιών μου, οπότε γεύομαι την υφάλμυρη γεύση τους.
Κι άλλες σταγόνες δακρύων κατεβαίνουν, το χαρτομάντιλο μουσκεύει χωρίς καν να προλάβει να τσαλακωθεί στην χούφτα μου.
Κρύβω το πρόσωπο σε μια πετσέτα για να μη με βλέπουν, τη μουσκεύω κι αυτήν, κι άλλα αναφιλητά, κι άλλοι λυγμοί και, καμιά φορά, το κλάμα γίνεται γοερό με φωνή.
Ο Νικόλας μπροστά μου να μου προσφέρει μια σταλιά ιδιωτικότητας και απομόνωσης, εγώ καθιστή, εκείνος όρθιος, μουσκεύω και το μπλουζάκι του στο ύψος του στομαχιού του.
Σιγά σιγά το κλάμα καταλαγιάζει, οι λυγμοί κοπάζουν και τα αναφιλητά σταματάνε, και μένω εκεί, με τα μάτια μουσκεμένα, τη μύτη κόκκινη και το πάνω χείλος κάπως πρησμένο, όπως είναι των μωρών μετά από γοερό κλάμα.
Ησυχάζω ανακουφισμένη και όλο αυτό μου χαρίζει έναν ωραίο δίωρο ύπνο, όχι όμως προτού ένα τελευταίο, ξέμπαρκο αναφιλητό, στεγνό αυτή την φορά, μου τραντάξει το στέρνο, σαν ένας επίλογος στην εκτόνωση...
*
12/15 H κομψή ξανθιά νεαρή με τα μακριά πόδια και το σνομπ ύφος, που όμως… (2)
-Μέρος Δεύτερο
«Τι θέλεις ρε ψιψίνε? Δεν έχω τιποτα να σου δώσω, αρακά μας τάισαν σήμερα!»
Ο Φριφρής σουλατσάρει λιγάκι αδιάφορος ανάμεσα στα πόδια από καμιά δεκαριά φρουρούς ασφαλείας που είναι μαζεμένοι στην είσοδο του Νοσοκομείου.
Έχω πια πειστεί ότι ο τυπάκος είναι πλήρως υιοθετημένος από όλους τους άντρες που βρίσκονται εκεί και καθένας που βγαίνει από την αίθουσα τους, τον βλέπει να τον ακολουθεί, όχι παρακλητικά, μόνο συντροφικά για λίγα βήματα μέχρι να απομακρυνθεί και ο γάτος να γυρίσει στο παρτέρι του.
Ο φρουρός με τον αρακά απομακρύνεται και σε λίγο γυρίζει με ένα πακετάκι από το κοντινό ψητοπωλείο στα χέρια. Ο Φριφρής αναπηδά ανάλαφρα στα πόδια του και τρέχει να τον προϋπαντήσει.
«Έλα ρε Κανέλο! Κοτοπουλάκι!» Οι υπόλοιποι φρουροί κοιτάνε και γελάνε «Κοίτα πως τρέχει ο κερατάς! Αμέσως το κατάλαβε το φαΐ!»
Έτσι ανακάλυψα ότι ο Φριφρής είναι επισήμως «Κανέλος» αν και στο μυαλό μου θα παραμείνει πάντα Φριφρής. Επίσης είμαι πια σίγουρη πως δεν του λείπει το φαγητό, έχει στην διάθεση του μια στρατιά νεαρών να τον ταΐζουν και να τον ποτίζουν, ίσα ίσα τη στιγμή που ήθελα να πω στο Νικόλα να μου φέρνει από το σπίτι χούφτες με RC της Φρέγιας για να του βάζω να τρώει, εγώ. Αν και δεν ξέρω αν θα τις τιμούσε με τέτοιες γκουρμεδιές που του δίνουν εκεί. Μάλλον θα τις σνομπάριζε ο άτιμος.
Όπως είπα, οφείλω πολλά σ’ αυτόν τον αδιάφορο, νεαρό γατούλη που, όταν τα πράγματα γίνονταν πολύ μαύρα πριν την επέμβαση – και γίνονταν πολύ συχνά μαύρα, το βρώμικο, ζεστό κορμάκι του γινόταν το φάρμακο μου.
Ελπίζω να έχει μια καλή ζωή εκεί, τουλάχιστον μέχρι τον Αύγουστο που υπολογίζω να φτάσει σε ηλικία οίστρου, οπότε θα απομακρυνθεί προς άγρα συντρόφου. Μακάρι μετά να θυμηθεί το προαύλιο του Νοσοκομείου και τα μπολάκια με το μοσχαράκι και τα πακετάκια με το κοτόπουλο που έτρωγε όταν οι άλλοι την έβγαζαν με κακομαγειρεμένο αρακά και να γυρίσει να ζήσει πάλι μαζί τους.
*
13/15 Πόσο λείπουμε τελικά στις γάτες μας???
Πριν φύγω από το σπίτι, αγκάλιασα το κορίτσι μου αφού την έπεισα να βγει από την βαλίτσα μου που είχε κατσικωθεί για ώρα.
Την φίλησα και της έδωσα συμβουλές να φροντίζει και να παρηγορεί τον μπαμπά Νικόλα όσο θα λείπω, της είπα ότι την αγαπάω και στα κρυφά έχωσα μια τουφίτσα τρίχες από το τελευταίο βούρτσισμά της σε μια θήκη του νεσεσέρ μου.
Αναρωτιόμουν αν θα της έλειπα, όπως είχα αναρωτηθεί και στην προηγούμενη απουσία μου, που όμως όταν είχα γυρίσει η Φρέγια με είχε ξεχάσει και με είχε γραμμένη για μέρες. Κατά βάθος ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι το ίδιο θα γινόταν και τώρα.
Όπως έχω ξαναπεί η Φρέγια παθαίνει την πλάκα της όταν την βουρτσίζω τουλάχιστον δυο φορές την μέρα και μάλιστα το απαιτεί με επίμονα νιαουρίσματα.
Το πρώτο πρωί που έλειπα ανέβηκε στο κρεβάτι αναζητώντας την βούρτσα της. Έλα όμως που κάθε πρωί στην άκρη της βούρτσας υπάρχει το χέρι της Ρούλας και η ίδια η Ρούλα βέβαια, και τώρα το κυρίως εξάρτημα αυτής της καλολαδωμένης αποδοτικής μηχανής λείπει! Ο Νικόλας αναλαμβάνει την υπεργολαβία του έργου με την μέθοδο φασόν, μέχρι να επιστρέψει ο άμεσος υπεύθυνος.
Η Φρέγια δέχεται το βούρτσισμα του αλλά δεν της φτάνει. Μόλις τελειώνει πάει στην δικιά μου μεριά του κρεβατιού και περιμένει κι άλλο. Διότι βλέπετε το βούρτσισμα της δεν είναι μια απλή διαδικασία που μπορεί ένας ευσυνείδητος αντικαταστάτκς να φέρει σε πέρας. Το βούρτσισμα συνοδεύεται από γλυκόλογα, χαδάκια, φιλιά, ανασκελιάσματα, παιχνιδιάρικες δαγκωνιές και νυχιές και κλωτσιές με τα πίσω πόδια, ενώ ταυτόχρονα μου γλύφει με την τραχιά γλώσσα της ό,τι μέρος του χεριού μου βρεθεί στην εμβέλεια της. Μια ωραία πολύπλοκη ρουτίνα που επαναλαμβάνεται καθημερινά.
Ο Νικόλας βουρτσίζει μεν αλλά δεν την αφήνει να πάρει πολύ θάρρος για πιο... δυναμικά παιχνίδια, άσε που είναι βιαστικός για να φύγει και να έρθει στο Νοσοκομείο.
Γι’ αυτό με ψάχνει το κορίτσι μου τα πρωινά και αρχίζω να πιστεύω ότι κάπως της λείπω και ίσως να με αγαπάει κιόλας.
Τώρα θα μου πείτε ότι όλα αυτά δεν είναι παρά ευσεβείς πόθοι!
Όχι! Δεν είναι!
Πολλές φορές έχω πει ότι τα ζώα δεν πιστεύω ότι έχουν πραγματικά συνειδητά συναισθήματα. Πιστεύω ότι δένονται με μας για την αίσθηση ασφάλειας και σιγουριάς που νοιώθουν κοντά μας. Ειδικά για τις γάτες, πιστεύω ότι μας βλέπουν σαν ένα χρήσιμο πλάσμα του σπιτιού τους που τις ταΐζει τις φροντίζει και πληρώνει και το χαράτσι στην ΔΕΗ από την τσέπη του, για την δίκη τους ιδιοκτησία. Οπότε, δεν περιμένω να μας αγαπούν με τη έννοια που δίνουμε εμείς στην αγάπη.
Όμως, καθώς ακούω το Νικόλα να μου περιγράφει την συμπεριφορά της όλες αυτές τις μέρες, π.χ. δεν έχει κοιμηθεί πουθενά αλλού τα βράδια παρά μόνο πάνω στην καρέκλα με τα ροδάκια που χρησιμοποιούσα τόσους μήνες, αρχίζω να έχω αμφιβολίες για αυτή την άποψη.
Η Φρέγια δείχνει να με αναζητά μέσα από τις καθημερινές μας συνήθειες, όταν την βουρτσίζω, όταν την ταΐζω το πρωινό της, το μοναδικό γεύμα που έχει κονσέρβα, όταν νιαουρίζει και περιμένει να της απαντήσω «τι θέλεις κορίτσι μου?» όταν της λέω «Έλα! Έλα εδώ!» και τρέχει να έρθει κοντά μου από όπου κι αν βρίσκεται, και με μια κουτουλίτσα στη γάμπα να με τραβήξει από όποιο μαύρο βρωμερό λάκκο έχει βουλιάξει το μυαλό μου.
Χμ... Τώρα που το σκέφτομαι μάλλον αυτό δείχνει πόσο εγώ αγαπάω και χρειάζομαι την Φρέγια και όχι πόσο με αγαπάει εκείνη.
Άλλωστε...

Άλλωστε... μόλις γύρισα από το Νοσοκομείο, εκτός που μας κατούρησε από τον φόβο της και με είδε σαν ξένο άνθρωπο με τόσο διαφορετικές μυρωδιές, βάλθηκε να μου επιδεικνύει πόσο καλός στη δουλειά του έχει γίνει ο Νικόλας που όταν πάει να την βουρτσίσει όχι μόνο του κάθεται, όχι μόνο του τουρλώνει κοιλιά για να φτάσει και το τελευταίο εκατοστό της, όχι μόνο γυρνάει και πλευρό για να την κάνει και από την άλλη, αλλά πλέον τον πλένει κανονικά κι αυτόν, γλείφοντας τον στην διάρκεια της διαδικασίας, πολύ περισσότερο από όσο το έκανε σε μένα.
Η σκατούλα!
Αχ! Ουδείς αναντικατάστατος βρε παιδιά μου.
Αλλά αν συνεχίσει έτσι και δεν στρώσει, θα την κάνω στο φούρνο με πατάτες και θα πάω να φέρω τον Φριφρή στο σπίτι, σας το λέω!!!
*
14/15 Η επέμβαση
Για την επέμβαση είχα μια πλήρη εικόνα, αφού και την προηγούμενη φορά μου είχαν κάνει ραχιαία νάρκωση και ήμουν τελείως ξύπνια στην διάρκειά της.
Πριν ανέβω στο χειρουργικό τραπέζι, με είχαν παρκάρει σε μια γωνία μέχρι να έρθει η σειρά μου και το τσουχτερό κρύο που επικρατεί εκεί ήταν σαφώς πιο ευπρόσδεκτο μετά από την ζέστη, από όσο ήταν τον Νοέμβρη.
Με έχουν αφήσει στην αίθουσα που πλένονται οι γιατροί πριν τις επεμβάσεις, μην φανταστείτε κανένα φωτεινό γυαλιστερό χώρο όπως αυτούς που βλέπουμε στις αμερικάνικες νοσοκομειακές σειρές, δίπλα ακριβώς στους νιπτήρες είναι στοιβαγμένες κούτες με νοσοκομειακό υλικό, χα! Νομίζω είχαμε πάρει λίγες μετοχές αυτής της εταιρείας τότε με την άνθιση του χρηματιστήριου και τώρα κάπου θα βρίσκονται ακόμα στοιχίζοντας πενταροδεκάρες σε σχέση με όσα είχαμε δώσει. Ο γιατρός μου με ένα συνεργάτη του είναι στον ίδιο χώρο και μελετάνε τις τελευταίες ακτινογραφίες μου, μιλώντας για την διαδικασία με τους τεχνικούς τους όρους.
«Έχουμε 50αρες και 52αρες και 54αρες και 58αρες. Αλλά δεν έχουμε 56αρες.»
Από τον τρόπο που το λέει υποψιάζομαι ότι, ό,τι κι αν είναι αυτές οι 56αρες σε έλλειψη, είναι αυτές ακριβώς  που χρειάζονται για την περίπτωσή μου, καθώς ο γιατρός μου προβληματίζεται και ψάχνει να βρει άλλες λύσεις για να βολευτεί η κατάσταση. Γνωρίζοντας τι ελλείψεις σε υλικά έχουν πια τα ελληνικά νοσοκομεία αλλά και έχοντας εμπιστοσύνη στην επιστημοσύνη του νεαρού γιατρού μου, πιστεύω ότι θα βρει λύση ως άλλος Μαγκάιβερ και θα με ισιώσει για να με στήσει πάλι στα πόδια μου.
Ίσως χρησιμοποιήσει τελικά 54αρα (βίδα; Άρθρωση; Δεν ξέρω τι) και προσθέσει και κανένα τακάκι από κάτω για να κρατάει τα μπόσικα.
Τελικά η χειρουργική αποδεικνύεται μια βαριά χειρωνακτική εργασία και αυτό είναι σαφές όταν τρυπάνια, σέγες, σβουράκια, σφυριά και συρραπτικά πιάνουν δουλειά για να με φτιάξουν.
Φυσικά άκουσα όλους τους ήχους, και αισθάνθηκα τα τραντάγματα, αλλά ευτυχώς χωρίς την παραμικρή ενόχληση. Επίσης έμαθα ότι ο κάθε αναισθησιολόγος ακολουθεί την δικιά του μέθοδο όσο αφορά τη ραχιαία αναισθησία και μπορεί η τωρινή αναισθησιολόγος να δυσκολεύτηκε λιγάκι προκειμένου να βρει το σωστό σημείο σε σχέση με την άλλη του Νοέμβρη, αλλά τουλάχιστον δε με άφησε με εκείνο το σωληνάκι που κατέληγε σε ένα καρφάκι στη σπονδυλική μου στήλη μου κολλημένο για 5 μέρες στην πλάτη μου και δημιουργώντας μια απίστευτη φαγούρα εξ αιτίας της οποίας γέμισα πληγές από το ξύσιμο.
Οπότε όλα καλά, ο Νικόλας περίμενε απ’ έξω και του χαμογέλασα ενθαρρυντικά, γιατί ήτανε άσπρος σαν το πανί και η Τασία, η συγκάτοικος στο θάλαμο, μου χάιδεψε το χέρι καθώς περνούσα δίπλα της με το φορείο.
«Σιδερένια, Ρουλίτσα μου!»
 Μετεγχειρητικά, όπως είπα, τα πράγματα εξελίχτηκαν πολύ καλά.
Στην πρώτη επέμβαση γύρισα πλευρό το βράδυ την τέταρτη μέρα, τώρα την δεύτερη.
Κάθισα στο κρεβάτι μου ή στην καρέκλα την έβδομη μέρα, τώρα μόλις την τρίτη.
Περπάτησα με το ΠΙ την όγδοη μέρα, τώρα από την τρίτη έκανα τα πρώτα βήματα και ο γιατρός μου έβαλε στόχο να φτάσω στο τέλος του διαδρόμου όσο πιο γρήγορα μπορούσα.
Αυτή η διαφορετική αντιμετώπιση βοήθησε απίστευτα και τώρα σχεδόν δεν πονάω καθόλου, παρεκτός από τις φορές που η υπερβολική αισιοδοξία με σπρώχνει ύπουλα να κάνω πράγματα που δεν επιτρέπονται ακόμα. Πάντως και μόνο το ότι πάω στην τουαλέτα ιδίοις πόσι πλέον είναι υπέροχο, διότι η ιδέα της... πλαστικής συγγένισσας των κοτόπουλων με τρόμαζε και με αηδίαζε πάντα.
*
15/15 Η επιστροφή
Είχα την διαβεβαίωση των πάντων ότι την Κυριακή –μόλις 9 μέρες μετά την επέμβαση– θα έπαιρνα το πολυπόθητο εξιτήριο. Γνωρίζοντας όμως την διαδικασία από την προηγούμενη φορά, που ο φουκαράς ο Νικόλας χρειάστηκε να μαζέψει τα πράγματα και να γεμίσει τις βαλίτσες μέσα στον πανικό μέσα σε 10 λεπτά, φροντίσαμε να έχουμε ήδη μεταφέρει στο σπίτι από τις προηγούμενες μέρες ό,τι δεν χρειαζόταν από την νοσοκομειακή μου προίκα. Ετσι περιμέναμε τον γιατρό να βγάλει τα ράμματα και το ΕΚΑΒ να με μεταφέρει κάποια στιγμή μέσα στην μέρα.
Από την ίδια καλή τύχη με την προηγούμενη φορά όλα έγιναν νωρίς το πρωί και στις 11:30 περίπου ήμουν ήδη σπίτι μου, με το γνωστό χαμόγελο ευτυχίας κολλημένο στην φάτσα μου.
Πριν κάνω οτιδήποτε άλλο, κάθισα στην καρέκλα μου και μπήκα στο γατοφόρουμ   που παρακολουθώ για να πω  ένα γειά στους φίλους που μου ειχαν στείλει τις ευχές τους και, μέχρι το βράδυ, ήμουν ξανά στον υπολογιστή και προσπαθούσα να μεταφέρω τις γραμμένες με ορνιθοσκαλίσματα ιστορίες που είχα γράψει, στον υπολογιστή.
Όχι βέβαια χωρίς να ανακαλύψω με τρόμο ότι τα μάτια μου είχαν επιδεινωθεί περισσότερο αλλά, επειδή το να γράφω  είναι χούι που δεν κόβεται, κάτι με την μεγέθυνση του κειμένου στο 200%, κάτι με την αλλαγή γραμματοσειράς, τα κατάφερα και τα μετέφερα και ευτυχώς βρέθηκαν και μερικά από τα αγαπημένα μου γατοσπιτοκόριτσα, που μπήκαν στον κόπο να τα περάσουν και από διορθωτή κειμένου, που το δικό μου Word δεν διαθέτει.
Ευχαριστώ πολύ, κοριτσάκια μου!
Η Φρέγια, όπως ανέφερα, μας κατούρησε πανηγυρικά με το που την έπιασε ο Νικόλας να μου την φέρει στην αγκαλιά και μετά κρύφτηκε μέχρι το βράδυ που εμφανίστηκε δειλά, δείχνοντάς μου την κομψή ξεφουσκωμένη σιλουέτα της που ωστόσο την παρέδωσε αμαχητί αποκλειστικά και μόνο στον Νικόλα, αφήνοντάς με στα κρύα του λουτρού, λες και εγώ δεν ήμουν η κολλητή της όλο τον χειμώνα και την άνοιξη.

Όσο για τη «φουκαριάρα την αστιγματική και καταρρακτιασμένη όρασή μου», ελπίζω από Σεπτέμβρη να παρθούν τα μέτρα που θα την βοηθήσουν να ανακάμψει διότι, βρε παιδιά μου... δεν λέει τίποτα η ζωή αν δεν μπορείς γράψεις για μια γάτα η και να την  φωτοσοπιάσεις κιόλας!
Όχι τίποτα άλλο, αλλά θα έχουμε και τον αγιασμό στο Σχολείο της Φρέγιας από την νέα σχολική χρονιά και υπάρχουν τοοόσες πολλές δουλειές να γίνουν.
Διότι μπορεί η γάτα Φρέγια να με έχει γραμμένη ακόμα και τώρα, αλλά η ηρωίδα Φρέγια των ιστοριών μου, μου έχει αναθέσει δουλειές με φούντες και πρέπει να προλάβω!

Προς το παρόν περιμένω να περάσουν οι 15-20 μέρες απο την ημέρα που κοπηκαν τα ράμματα, για να μπορέσω να μπω επιτέλους στο ντουζ και να ξεπλυνω με άφθονο νεράκι, την ζέστη τόσων ημερων.
Διότι, οπως και να το κάνουμε, κανένα sponge bath δεν μπορει να το αντικαταστησει, ειδικα αν αφαιρεσει κανεις την kinky διάσταση που δίνουν μερικοί στην διαδικασία όταν την φαντασιώνονται ;)
ΤΕΛΟΣ
16 Ιλουλιου 2012
 
posted by ralou at 10:16 μ.μ. | Permalink | 4 comments
usefull  View My Public Stats on MyBlogLog.com